σησαμοειδής: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σησᾰμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει ὡς [[φάρμακον]], Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· [[ὡσαύτως]], σ. [[φάρμακον]] Στράβ. 418, Ἡσύχ. | |lstext='''σησᾰμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει ὡς [[φάρμακον]], Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· [[ὡσαύτως]], σ. [[φάρμακον]] Στράβ. 418, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που μοιάζει με [[σουσάμι]], με σπόρο σουσαμιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σησαμοειδή οστά» — μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται [[μέσα]] στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις<br />β) «σησαμοειδείς χόνδροι» — δύο ώς [[τέσσερεις]] μικροί χόνδροι του χόνδρινου σκελετού του λάρυγγα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σησαμοειδές</i><br />ο [[καρπός]] του φυτού [[ελλέβορος]] ο [[μέλας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σησαμοειδὲς τὸ [[μικρόν]]» — το [[φυτό]] [[ωβριετία]] η [[δελτοειδής]], της οικογένειας σταυρανθή<br />β) «σησαμοειδὲς τὸ μέγα» — το [[φυτό]] [[ρεζεντά]] η λευκή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σήσαμον]] «[[σουσάμι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like sesame or sesame-seeds, Thphr.HP3.13.6; of bones, Gal.UP2.12. II σησαμοειδές, τό, fruit of ἐλλέβορος μέλας, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.Acut.(Sp.) 60, Ep. 21; hellebore from Anticyra acc. to Diocl.Fr.152; also σ. φάρμακον Str.9.3.3. 2 σ. τὸ μικρόν, purple rock-cress, Aubrietia deltoidea, Dsc.4.163 (also called σ. τὸ λευκόν, Ps.-Dsc. ibid.). 3 σ. τὸ μέγα, bastard rocket, Reseda alba, Dsc.4.149.
German (Pape)
[Seite 876] ές, 1) sesamartig, der Sesampflanze od. ihrem Saamen ähnlich. – 2) σησαμοειδὲς μέγα u. μικρόν, zwei sesamähnliche Pflanzen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σησᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὡς φάρμακον, Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· ὡσαύτως, σ. φάρμακον Στράβ. 418, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιού
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» — μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις
β) «σησαμοειδείς χόνδροι» — δύο ώς τέσσερεις μικροί χόνδροι του χόνδρινου σκελετού του λάρυγγα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ σησαμοειδές
ο καρπός του φυτού ελλέβορος ο μέλας
2. φρ. α) «σησαμοειδὲς τὸ μικρόν» — το φυτό ωβριετία η δελτοειδής, της οικογένειας σταυρανθή
β) «σησαμοειδὲς τὸ μέγα» — το φυτό ρεζεντά η λευκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + -ειδής].