σκιαγραφία: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />dessin <i>ou</i> peinture avec une juste distribution d’ombre et de lumières ; <i>fig.</i> apparence trompeuse.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />dessin <i>ou</i> peinture avec une juste distribution d’ombre et de lumières ; <i>fig.</i> apparence trompeuse.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [[σκιαγράφος]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να σκιαγραφεί [[κανείς]], του να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το ίδιο το [[σκιαγράφημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζωγραφική [[απόδοση]] της [[σκιάς]] τών αντικειμένων<br /><b>2.</b> [[σχέδιο]] που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο [[χρώμα]]<br /><b>3.</b> (καλ. τεχν.) [[προσωπογραφία]] σε [[προφίλ]] κομμένη, [[συνήθως]], από μαύρο [[χαρτί]] και τοποθετημένη σε ανοιχτόχρωμο [[φόντο]], [[τεχνική]] που ήταν πολύ διαδεδομένη, [[ιδίως]] τον 18ο αιώνα, αλλ. [[σκιαγράφημα]]<br /><b>4.</b> <b>μαθ.</b> η [[σχεδίαση]] της [[σκιάς]] ενός σώματος, με υπολογισμούς και με [[εφαρμογή]] τών κανόνων της γεωμετρίας<br /><b>5.</b> <b>φυσ.</b> [[μέθοδος]] αποτύπωσης φωτογραφικού ειδώλου της [[σκιάς]] την οποία επιρρίπτει ένα [[σώμα]] κινούμενο με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]], [[μέθοδος]] που εφαρμόζεται στη [[μελέτη]] ταχέων σωματιδίων στη θερμοκρασιακή [[χαρτογράφηση]] και στην [[ακτινογραφία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A painting with the shadows (cf. σκιαγραφέω), so as to produce an illusion of solidity at a distance, scene-painting, σ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Pl.Criti.107d; σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον Id.R.365c, cf. 602d, Phd.69b, Numen. ap. Eus.PE14.5, 26; ἡ σ. καὶ τὰ ἐνύπνια, compared as being both illusory, Arist. Metaph.1024b23; ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σ., i.e. in being calculated for effect, Id.Rh.1414a8, cf. D.C.52.7.
German (Pape)
[Seite 897] ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Vertheilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. – Uebertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht, Plat. Phaed. 69 b Rep. X, 602 d; σκιαγραφίᾳ ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα περὶ αὐτά, Critia. 167 c; vgl. Arist. rhet. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱγρᾰφία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ σκιαγράφου, (ὃ ἴδε)· σχέδιον, ἰχνογράφημα πρόχειρον δυνάμενον νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν μακρόθεν θεωρούμενον, σκηνογράφημα, σκ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Πλάτ. Κριτί. 107C· σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγράφειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365C, πρβλ. 602D, Φαίδων 69Β· ἡ σκιὰ καὶ τὰ ἐνύπνια, παραβάλλονται ὡς ἀπατῶντα ἀμφότερα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 2· ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σκ., δηλ. κατὰ τὸν σκοπὸν ὃν ἔχει ὅπως κάμῃ ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dessin ou peinture avec une juste distribution d’ombre et de lumières ; fig. apparence trompeuse.
Étymologie: σκιαγραφέω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκιογραφία Α σκιαγράφος
1. η τέχνη του να σκιαγραφεί κανείς, του να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα
2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα
νεοελλ.
1. ζωγραφική απόδοση της σκιάς τών αντικειμένων
2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο χρώμα
3. (καλ. τεχν.) προσωπογραφία σε προφίλ κομμένη, συνήθως, από μαύρο χαρτί και τοποθετημένη σε ανοιχτόχρωμο φόντο, τεχνική που ήταν πολύ διαδεδομένη, ιδίως τον 18ο αιώνα, αλλ. σκιαγράφημα
4. μαθ. η σχεδίαση της σκιάς ενός σώματος, με υπολογισμούς και με εφαρμογή τών κανόνων της γεωμετρίας
5. φυσ. μέθοδος αποτύπωσης φωτογραφικού ειδώλου της σκιάς την οποία επιρρίπτει ένα σώμα κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα, μέθοδος που εφαρμόζεται στη μελέτη ταχέων σωματιδίων στη θερμοκρασιακή χαρτογράφηση και στην ακτινογραφία.