συναυξάνω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(T22) |
(39) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[cause]] to [[grow]] [[together]]; [[present]] infinitive [[passive]] συναυξάνεσθαι, to [[grow]] [[together]]: [[Xenophon]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others.) | |txtha=to [[cause]] to [[grow]] [[together]]; [[present]] infinitive [[passive]] συναυξάνεσθαι, to [[grow]] [[together]]: [[Xenophon]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και [[συναύξω]] και ξυναύξω και [[συναέξομαι]] Α [[αὐξάνω]]<br />[[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παρουσιάζω]] ως σπουδαιότερο, [[μεγαλοποιώ]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πρός]] τι συμμέτρως συναυξάνομαι» — αυξάνομαι αναλογικά με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Ξεν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
impf.
A συνηύξανε Suid. s.v. συνήκμαζε (also Pass. -αυξάνομαι X.Cyr.8.7.6, D.8.72), but usu. συναυξ-αύξω, aor. -ηύξησα Plb.6.15.7, Plu.Sert.9, also -ηῦξα, Dor. -αῦξα, Plb.32.1.7 (corr. Reiske), Supp.Epigr. (v. infr.):—increase or enlarge along with or together, συναύξειν τῇ γῇ τὰ Χρήσιμα X.Mem.4.3.6 (in h.Cer.267, Ignarra restored συνάξουσι):—Pass., increase with or together, wax larger together with, αὐξομένῳ τῷ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Hdt.3.134, cf. Hp.Art.12,53; εἰ μὴ ξυναύξοινθ' οἱ πέπλοι τῷ σώματι E. El.544; ἀνδρὶ γενομένῳ ταῦτα πάντα συνηυξήθη Isoc.9.23, cf. 1.7; πρός τι συμμέτρως συναυξάνεσθαι in proportion to, X.Eq.1.16; σπουδὴν . . προσφερόμενος εἰς τὸ συναύξεσθαι τὸν δῆμον BCH48.3 (Prusa, ii(?) B.C.). 2 join or assist in increasing, ἕξιν κακίης συναύξει Democr.184; συναύξειν οἴκους X.Oec.3.10; συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή Arist.EN1175a30, cf. Thphr.Sens.18, Ign.27, Sor.1.29; τὰν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν . . ἐπὶ πλεῖον συναύξησε Klio 15.41 (Delph., iii B.C.); τὰν φιλίαν συναῦξε Supp.Epigr.2.270.6 (ibid., ii B.C.); συναύξοντες τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ X.Cyr.8.3.21; τὰς τῶν θεῶν τιμάς Supp.Epigr.4.720.15 (Chalcedon, iii B.C.); join in exaggerating, τι Plb.6.15.7, cf. Thphr.HP9.19.3.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. αὐξάνω), mit od. zugleich vermehren, vergrößern; τὴν ἀρχήν τινι, Xen. Cyr. 8, 3, 21; τὰς δυνάμεις, Pol. 10, 35, 5; συναυξῆσαι καὶ ἐκτραγῳδῆσαι τὰς ἐπιτυχίας, ausschmücken u. vergrößern, 6, 15, 7; Plut. Philop. 1. – Pass. mit, zusammen wachsen, groß werden, Dem. 8, 72.
Greek (Liddell-Scott)
συναυξάνω: καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― αὐξάνω τι μετά τινος ἢ ὁμοῦ (ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 268, ὁ Ilgen διορθοῖ συνάξουσι)· συναύξειν τῇ γῇ τὰ χρήσιμα Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 6. ― Παθ., αὐξάνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, «μεγαλώνω» ὁμοῦ, αὐξανομένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789· εἰ μὴ ξυναύξοινθ’ οἱ πέπλοι τῷ σώματι Εὐρ. Ἠλ. 544· ἀνδρὶ γενομένῳ ταῦτα πάντα συνηυξήθη Ἰσοκρ. 193C, πρβλ. 3C 2) βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς αὔξησιν, συναύξειν οἴκους Ξεν. Οἰκ. 3, 10· συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2· συναυξάνειν τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· ἀπὸ κοινοῦ μεγαλοποιῶ, τι Πολύβ. 6. 15, 7. ― Παθ., συναυξανομένην... τὴν δύναμιν Ξεν. Κύρ. 8. 7, 6· συναύξεσθαι πρός τι, κατ’ ἀναλογίαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
accroître avec ou en même temps ; Pass. s’accroître ensemble, s’accroître, grandir avec, τινι.
Étymologie: σύν, αὐξάνω.
English (Strong)
from σύν and αὐξάνω; to increase (grow up) together: grow together.
English (Thayer)
to cause to grow together; present infinitive passive συναυξάνεσθαι, to grow together: Xenophon, Demosthenes, Polybius, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α αὐξάνω
βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.)
αρχ.
1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. συνεκδ. παρουσιάζω ως σπουδαιότερο, μεγαλοποιώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
3. φρ. «πρός τι συμμέτρως συναυξάνομαι» — αυξάνομαι αναλογικά με κάτι άλλο (Ξεν.).