συγκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]].
|btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
|mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλίνω Medium diacritics: συγκλίνω Low diacritics: συγκλίνω Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synklínō Transliteration B: synklinō Transliteration C: sygklino Beta Code: sugkli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A lay together:—Pass., lie with, [γυναικί] Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090.    2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4.    II inflect similarly, A.D.Synt.102.11.    III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος,= συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.

German (Pape)

[Seite 968] (s. κλίνω), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλίνω: [ῑ], κλίνω τι εἰς τὸ αὐτό, συνευνάζω. ― Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» ὁμοῦ, Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. κλίνω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 107.

French (Bailly abrégé)

faire coucher avec ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κλίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ κλίνω
κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα
νεοελλ.
1. συγκατανεύω, συμφωνώ
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ον
α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου
β) φυσ. (στην οπτική)
i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων
ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες
3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»
βιολ. το φαινόμενο της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα
β) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτη
αρχ.
1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι
2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση
3. παθ. συγκλίνομαι
κοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη
4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).

Greek Monolingual

ΝΑ κλίνω
κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα
νεοελλ.
1. συγκατανεύω, συμφωνώ
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ον
α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου
β) φυσ. (στην οπτική)
i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων
ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες
3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»
βιολ. το φαινόμενο της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα
β) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτη
αρχ.
1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι
2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση
3. παθ. συγκλίνομαι
κοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη
4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).