χαλκοῦς: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>contr. de</i> [[χάλκεος]]. | |btext=<i>contr. de</i> [[χάλκεος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[χάλκεος]], -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. [[χάλκειος]], -είη, -ον, και ιων. τ. [[χαλκήϊος]], -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. [[χάλκιος]], -ία, -ον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[χάλκινος]] (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χαλκοῦς]]<br />[[οβελίσκος]] του βυζαντινού ιπποδρομίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινη [[απεικόνιση]], χάλκινο [[άγαλμα]] (α. «χάλκεον Δία», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ταύρῳ χαλκέῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο [[νόμισμα]], ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ χαλκοί</i><br />τα χρήματα<br /><b>5.</b> (το ασυναίρ. ουδ. [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) <i>χάλκεον</i><br />ισχυρά, [[δυνατά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάλκεος]] [[ὕπνος]]» — ο [[αιώνιος]] ύπνος, ο [[θάνατος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[χάλκεος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] [[κατά]] τον οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] χάλκινη [[ασπίδα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χαλκῆ]] [[μυῖα]]» — [[είδος]] παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]] (<b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>οῦς</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>εος</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>ειος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆ, οῦν, Att. contr. from χάλκεος, q.v. II Subst. χαλκοῦς, ὁ, copper coin used at Athens, 1/8 of an obol, Ar.Ec.815, 818, D.42.22, Alex.15.2, Philem.64,74, Cerc.17.41, Plu.2.665b, etc.: in pl., money, PCair.Zen.519 (iii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1332] ῆ, οῦν, att. zsgzgn aus χάλκεος, w. m. s. – Als subst., ὁ χαλκοῦς, eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ χάλκεος, ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. χαλκοῦς, ὁ, χαλκοῦν νόμισμα ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) ὡσαύτως, βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
French (Bailly abrégé)
contr. de χάλκεος.
Greek Monolingual
-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, -ία, -ον, Α
(λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», Σοφ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοῦς
οβελίσκος του βυζαντινού ιπποδρομίου
αρχ.
1. χάλκινη απεικόνιση, χάλκινο άγαλμα (α. «χάλκεον Δία», Ηρόδ.
β. «ταύρῳ χαλκέῳ», Πίνδ.)
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο νόμισμα, ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ χαλκοί
τα χρήματα
5. (το ασυναίρ. ουδ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χάλκεον
ισχυρά, δυνατά
6. φρ. α) «χάλκεος ὕπνος» — ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος (Ομ. Ιλ.)
β) «χάλκεος ἀγών» — αγώνας κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα (Πίνδ.)
γ) «χαλκῆ μυῖα» — είδος παιχνιδιού, η τυφλόμυγα (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -οῦς / -εος / -ειος (πρβλ. σιδηρ-οῦς / σιδήρ-εος / σιδήρ-ειος)].