ταώς: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ώ (ὁ) :<br />paon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ταών]]. | |btext=ώ (ὁ) :<br />paon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ταών]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ταώς]], και αττ. τ. [[ταώς]], και [[ταών]], Α<br />[[γένος]] ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό [[πτέρωμα]], κν. [[σήμερα]] [[παγώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ταώς</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ [[κοντά]] στον νότιο [[ουράνιο]] [[πόλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] είδους ψαριών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το [[πουλί]] [[ταώς]] «[[παγώνι]]» εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο [[δάνειο]], εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i>. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. [[ταώς]] όσο και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i> εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά <i>τ</i>- και <i>p</i>- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η [[άποψη]] αυτή, [[πάντως]], δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. <i>toghai</i> της γλώσσας [[Τάμιλ]]. Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα [[είδος]] ψαριού, το οποίο, λόγω της [[ποικιλίας]] τών χρωμάτων του, θυμίζει το [[παγώνι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
or τᾰῶς, ὁ, Ar.Av.102,269, Arist.HA488b24, al.; gen. ταώ or
A ταῶ Alex.100.14, Inscr.Délos 290.4 (iii B.C.); acc. ταών or ταῶν Eup. 36: pl., nom. ταῴ Arist.HA564a31; ταοί Menodot. ap. Ath.14.655a; gen. ταῶν Antiph.205; acc. ταώς or ταῶς Id.175.5:—but also nom. ταών Aesop.397b; gen. ταῶνος Arist.HA559b29, Gal.6.701, Gp.14.7.28; dat. ταῶνι Ar.Av.884: pl., nom. ταῶνες v.l. in Arist.HA564a31; gen. ταώνων LXX 3 Ki.10.22; dat. ταῶσι Ar.Ach.63; acc. ταῶνας Com.Adesp.59, Plu.Per.13:—the form ταός is non-existent acc. to Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.284 H.:—peacock, Pavo cristatus, ll. cc.: metaph. of coxcombs, Ar.Ach. l.c., cf. Stratt.27, Luc.Nigr. 13. II name of a gem, Plin.HN37.187. III name of a fish, Philostr.VA3.1. (Acc. to Tryphoap.Ath.9.397e, the Athenians pronounced it with an aspirate, ταὧς λέγουσιν Ἀθηναῖοι τὴν τελευταίαν συλλαβὴν περισπῶντες καὶ δασύνοντες; the bird was a native of India (ταῶς ἐξ Ἰνδίας Luc. Nav.23); hence ταὧς and Lat. pavus, pavo, perh. also Hebr. tukkîyîm 'peacocks', may be borrowed from the same oriental source.)
French (Bailly abrégé)
ώ (ὁ) :
paon, oiseau.
Étymologie: cf. ταών.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ταώς, και αττ. τ. ταώς, και ταών, Α
γένος ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό πτέρωμα, κν. σήμερα παγώνι
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ταώς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ κοντά στον νότιο ουράνιο πόλο
αρχ.
1. είδος πολύτιμου λίθου
2. ονομασία είδους ψαριών
3. μτφ. (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το πουλί ταώς «παγώνι» εισήχθη στην Ελλάδα από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο δάνειο, εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. pāvō. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. ταώς όσο και το λατ. pāvō εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά τ- και p- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η άποψη αυτή, πάντως, δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. toghai της γλώσσας Τάμιλ. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα είδος ψαριού, το οποίο, λόγω της ποικιλίας τών χρωμάτων του, θυμίζει το παγώνι].