ὑπόθεμα: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />base.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτίθημι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />base.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτίθημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[ὑπόθεμα]], ΝΑ [[ὑποτίθημι]]<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] ως [[υποστήριγμα]], ως [[θεμέλιο]] ή ως [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> το [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του δέντρου στο οποίο γίνεται η [[ένθεση]] του εμβολίου και το οποίο δίνει το [[ριζικό]] [[σύστημα]] και τον [[υπόλοιπο]] κορμό του νέου φυτού<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο [[στρώμα]] υφών που βρίσκεται [[κάτω]] από τα καρποσώματα τών μυκήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποθήκη]] («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», <b>επιγρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ὑπόθημα, base, Ph.Bel.53.24, 57.34, Hero Bel. 97.8, Apollod.Poliorc.143.10, Plu.2.1011d. II ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ on the security of land, SIG672.25 (Delph., ii B. C.), CIG2048 (Philippopolis); ἐπὶ ὑποθέμασιν ἀξιοχρέοις Inscr.Cos383.9, cf. SIG976.48 (Samos, ii B. C.); ὑποθέματα (corrected to ὑποθήκας) λαβεῖν τῶν τε οἰκιῶν καὶ κτημάτων PCair.Zen.640.11 (iii B. C.); ἔχω τῶν μωστίων ὑπόθεμα δραχμὰς τ BGU1523.7 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόθεμα: τό, = ὑπόθημα, Πλούτ. 2. 1011D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2048.
τό, ὑποθήκη, Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 163: ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ. Τῆς σημασίας ταύτης ἓν μόνον ἐκ Θηραϊκῆς ἐπιγραφῆς ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. παράδειγμα, ἔνθα ὅμως ἡ λέξις ὑπόθεμα δὲν ἦτο ὁλόκληρος· δι’ ὃ ἀνέγραψα ἐδῶ καὶ τὸ ἐκ τῆς Δελφικῆς, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
base.
Étymologie: ὑποτίθημι.
Greek Monolingual
το / ὑπόθεμα, ΝΑ ὑποτίθημι
καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση
νεοελλ.
1. (φαρμ.) το υπόθετο
2. βοτ. το τμήμα του δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση του εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα και τον υπόλοιπο κορμό του νέου φυτού
3. (μυκητ.) χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο στρώμα υφών που βρίσκεται κάτω από τα καρποσώματα τών μυκήτων
αρχ.
υποθήκη («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», επιγρ.).