χάϊος: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
(SL_2) |
(46) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>χᾱϊος</b>, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5. | |sltr=<b>χᾱϊος</b>, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ΐα, -ον, και [[χαός]], -όν, Α<br />[[αληθινός]], [[γνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως [[εξής]]: <i>χά</i>(<i>h</i>)<i>ϊος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάσιος]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χάσιος]]<br />[[αγαθός]], [[χρηστός]]) με [[απώλεια]] του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>χάτιος</i> με συριστικοποίηση του οδοντικού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χατο</i>- (<b>πρβλ.</b> την [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>εύ</i>-<i>χατότερον</i>- <i>πλουσιώτερον</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη [[ρίζα]] <i>ghă</i> με οδοντικό χαρακτήρα -<i>t</i>- / -<i>d</i>- και συνδέεται με τα γερμ. <i>gut</i>, γοτθ. <i>gops</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><i>ō</i><i>da</i>-) με σημ. «[[καλός]], [[αγαθός]]», τα οποία βέβαια [[πρέπει]] να διαχωριστούν από την [[οικογένεια]] λ. που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghedh</i>- «[[συνδέω]], [[ενώνω]]» με την οποία [[συνήθως]] συνδέονται]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], α, ον,
A genuine, true, good, Lacon. word in Ar.Lys.91; Comp. χαϊώτερος ib.1157; Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Alex.Aet.7 (Valck. for ἀρχαίου); cf. βαθυχάϊος:—also χᾱός, όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν the good men of olden time, Theoc.7.5, ubi v. Sch., cf. χάσιος.
German (Pape)
[Seite 1324] ΐα, ϊον, echt, edel, gut, lakonisches Wort bei Ar. Lys. 90, χαϊώτερος 1157, aber mit zweideutiger Anspielung auf χάω, χαίνω, aufklaffend. Die Gramm. erwähnen noch χαός, χαιός, χάσιος, vgl. Lob. Phryn. 404.
Greek (Liddell-Scott)
χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, ἀληθής, ἀγαθός, Λάκων. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, αὐτόθι 1157· Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. βαθυχάϊος· ― φέρεται καὶ χαός, όν· χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, ἔνθα ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει χάσιος, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·
French (Bailly abrégé)
α, ον :
respectable, noble, bon.
Étymologie: DELG rien de clair.
English (Slater)
χᾱϊος, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5.
Greek Monolingual
-ΐα, -ον, και χαός, -όν, Α
αληθινός, γνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως εξής: χά(h)ϊος < χάσιος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χάσιος
αγαθός, χρηστός) με απώλεια του ενδοφωνηεντικού -σ- < χάτιος με συριστικοποίηση του οδοντικού < θ. χατο- (πρβλ. την γλώσσα του Ησύχ. εύ-χατότερον- πλουσιώτερον). Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη ρίζα ghă με οδοντικό χαρακτήρα -t- / -d- και συνδέεται με τα γερμ. gut, γοτθ. gops (< gōda-) με σημ. «καλός, αγαθός», τα οποία βέβαια πρέπει να διαχωριστούν από την οικογένεια λ. που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghedh- «συνδέω, ενώνω» με την οποία συνήθως συνδέονται].