Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάϊος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(SL_2)
(46)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χᾱϊος</b>, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5.
|sltr=<b>χᾱϊος</b>, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ΐα, -ον, και [[χαός]], -όν, Α<br />[[αληθινός]], [[γνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως [[εξής]]: <i>χά</i>(<i>h</i>)<i>ϊος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάσιος]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χάσιος]]<br />[[αγαθός]], [[χρηστός]]) με [[απώλεια]] του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>χάτιος</i> με συριστικοποίηση του οδοντικού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χατο</i>- (<b>πρβλ.</b> την [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>εύ</i>-<i>χατότερον</i>- <i>πλουσιώτερον</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη [[ρίζα]] <i>ghă</i> με οδοντικό χαρακτήρα -<i>t</i>- / -<i>d</i>- και συνδέεται με τα γερμ. <i>gut</i>, γοτθ. <i>gops</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><i>ō</i><i>da</i>-) με σημ. «[[καλός]], [[αγαθός]]», τα οποία βέβαια [[πρέπει]] να διαχωριστούν από την [[οικογένεια]] λ. που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghedh</i>- «[[συνδέω]], [[ενώνω]]» με την οποία [[συνήθως]] συνδέονται].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάϊος Medium diacritics: χάϊος Low diacritics: χάϊος Capitals: ΧΑΪΟΣ
Transliteration A: cháïos Transliteration B: chaios Transliteration C: chaios Beta Code: xa/i+os

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον,

   A genuine, true, good, Lacon. word in Ar.Lys.91; Comp. χαϊώτερος ib.1157; Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Alex.Aet.7 (Valck. for ἀρχαίου); cf. βαθυχάϊος:—also χᾱός, όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν the good men of olden time, Theoc.7.5, ubi v. Sch., cf. χάσιος.

German (Pape)

[Seite 1324] ΐα, ϊον, echt, edel, gut, lakonisches Wort bei Ar. Lys. 90, χαϊώτερος 1157, aber mit zweideutiger Anspielung auf χάω, χαίνω, aufklaffend. Die Gramm. erwähnen noch χαός, χαιός, χάσιος, vgl. Lob. Phryn. 404.

Greek (Liddell-Scott)

χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, ἀληθής, ἀγαθός, Λάκων. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, αὐτόθι 1157· Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. βαθυχάϊος· ― φέρεται καὶ χαός, όν· χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, ἔνθα ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει χάσιος, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·

French (Bailly abrégé)

α, ον :
respectable, noble, bon.
Étymologie: DELG rien de clair.

English (Slater)

χᾱϊος, v. γάιος, Gow ad Theocr. 7. 5.

Greek Monolingual

-ΐα, -ον, και χαός, -όν, Α
αληθινός, γνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως εξής: χά(h)ϊος < χάσιος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χάσιος
αγαθός, χρηστός) με απώλεια του ενδοφωνηεντικού -σ- < χάτιος με συριστικοποίηση του οδοντικού < θ. χατο- (πρβλ. την γλώσσα του Ησύχ. εύ-χατότερον- πλουσιώτερον). Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη ρίζα ghă με οδοντικό χαρακτήρα -t- / -d- και συνδέεται με τα γερμ. gut, γοτθ. gops (< gōda-) με σημ. «καλός, αγαθός», τα οποία βέβαια πρέπει να διαχωριστούν από την οικογένεια λ. που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghedh- «συνδέω, ενώνω» με την οποία συνήθως συνδέονται].