τελευταῖος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(SL_2) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>τελευταῑος</b> <br /> <b>1</b> [[final]] [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευ[[[ταί]]]ῳ προβιβάζοις (Pae. 2.105) | |sltr=<b>τελευταῑος</b> <br /> <b>1</b> [[final]] [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευ[[[ταί]]]ῳ προβιβάζοις (Pae. 2.105) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / τελευταῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στο [[τέλος]], ύστατος, [[έσχατος]] (α. «η τελευταία του [[επιθυμία]] ήταν ένα [[ταξίδι]] με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατώτερος]], ο [[χειρότερος]] σε [[ποιότητα]] ή σε [[αξία]] («[[είναι]] ο [[τελευταίος]] [[μαθητής]]»)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πρόσφατος]] («στην τελευταία του [[επίσκεψη]] έφερε [[πολλά]] δώρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέγιστος]], ο [[άκρος]], ο [[χειρότερος]] («ἡ τελευταία [[ὕβρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῑοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) (<i>τὸ</i>) <i>τελευταῑον</i> και (<i>τὰ</i>) <i>τελευταῑα</i><br />τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῑόν τε προσβλέψαιμι νῡν», <b>Σοφ.</b><br />β. «ὅτε τὰ τελευταῑα ἔλεγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελευταίως</i> και <i>τελευταία</i> Ν<br /><b>χρον.</b> το τελευταίο [[διάστημα]], πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]] «έσχατο [[σημείο]], [[τέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπουδή]]: [[σπουδαῖος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (τελευτή)
A last, in Order, οἱ τ. κύκλοι Hdt.1.98; τὰ δύο τὰ τ. the last two lines, Id.7.142; τὰ τ. the endings or terminations, Id.5.68; ἐν τελευταίοις πίπτειν Pl.R.619e; τελευταίους στῆσαι to station in the rear ranks, X.Cyr.6.3.25; οἱ τ. πόδες the hind feet, Arist.PA684a12. 2 more freq. of Time, ἡ τ. ἡμέρα the last day allowed for payment, D.28.1; of a festival, without ἡμέρα, X.HG6.4.16, etc.; one's last day, S.OT[1528] (troch.), E. Andr.101; ὁδὸν τὴν τ. one's last journey, S.Tr.155; τὸν τ. βίον the end of life, Id.OC1551; τ. ἐμοῦ φήμη Id.Tr.1149; τὸ τ. ἐκβάν D.1.11. 3 uttermost, extremest, ὕβρις S.El.271; ἡ ὀλιγαρχία ἡ τ. Arist.Pol.1312b35; ἡ τ. δημοκρατία ib.1298a31. II τὸ τ. as Adv., for the last time, X.HG7.5.20, etc.; or τελευταῖον, Id.Cyr.8.7.28, S.OT1183; τὰ τ. Pl.Cra.515d. 2 τὸ τ. finally, in the last place, Ar.Nu.945 (anap.), Th.8.8, Pl.R.532a, D.18.312, etc.; τὰ τ. Th.1.24, 8.85; τελευταῖον Hdt.1.91: but, 3 the Adj. is freq. used with Verbs, where we should use the Adv., ὁ τελευταῖος δραμών A.Ag. 314; παρελθόντες τελευταῖοι Th.1.67, etc.; cf. τελευτάω 11.4.
German (Pape)
[Seite 1086] vollendend, beschließend, dah. am Ende befindlich, der letzte, äußerste; Ggstz πρῶτος, Aesch. Ag. 305; τὴν τελευταίαν ἡμέραν ἰδεῖν, Soph. O. R. 1528, u. öfter; auch ἡ τελευταία ὕβρις, der äußerste, höchste, El. 263; Eur., Her. u. Folgde überall; τὸ τελευταῖον, endlich, zuletzt, Her. 1, 91; ἐν τοῖς τελευταίοις, Is. 1, 13; ἐφέψομαι τελευταῖος, Xen. An. 7, 3, 39, u. öfter von den Letzten im Heereszuge; ὃ δὴ τελευταῖον ἐφθέγξατο, Plat. Phaad. 118; τελευταῖον, endlich, Rep. VII, 516 b; auch τὰ τελευταῖα, Gorg. 515 e; τηρήσας τὴν τελευταίαν ἡμέραν, das Ende des Tages, Dem. 28, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τελευταῖος: -α, -ον, (τελευτὴ) ὡς καὶ νῦν, ἔσχατος, ὕστατος, Λατ. ultimus, κατὰ χρόνον ἢ τάξιν, οἱ τ. κύκλοι Ἡρόδ. 1. 98· τὰ δύο τὰ τ., οἱ δύο τελευταῖοι στίχοι, ὁ αὐτ. 7. 142· τὰ τελευταῖα, αἱ καταλήξεις, ὁ αὐτ. 5. 68· ἐν τελευταίοις πίπτειν Πλάτ. Πολ. 6 9Ε· τελευταίους στῆσαι, εἰς τὰς τελευταίας τάξεις, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 25 οἱ τ. πόδες, οἱ ὀπίσθιοι πόδες, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 5. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χρόνου, ἡ τελευταία μετὰ τοῦ ἡμέρα ἢ ἄνευ αὐτοῦ, ἡ τελευταία ἡμέρα ἡ ὁριζομένη πρὸς πληρωμήν, Δημ. 836. 5· ἡ ἐσχάτη τῆς ἑορτῆς ἡμέρα, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16, κλπ.· ἡ ἐσχάτη ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ Ο. Τ. 1528, Εὐρ. Ἀνδρ. 101· οὓτως, ὁδὸν τὴν τελ., τὴν ἐσχάτην ὁδοιπορίαν, Σοφ. Τρ. 155· τὸν τ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1551· τ. ἐμοῦ φήμη ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1149· τὸ τ. ἐκβὰν Δημ. 12. 16. 3) ἄκρος, ἔσχατος, δεινότατος, ὕβρις Σοφ. Ἠλ. 271· ἡ δημοκρατία ἡ τ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 30, πρβλ. 4. 12, 3. ΙΙ. τὸ τελευταῖον, ὡς ἐπίρρ., τὴν τελευταίαν φοράν, ὕστατον πάντων, ἐσχάτως, τελευταίως, Ἡρόδ. 1. 91, Ξενοφ., κλπ.· ἢ τελευταῖον, Πλάτ. Πολ. 532Α, Ξενοφ., κλπ.· καὶ τὰ τελευταῖα, Θουκ. 1. 24., 8. 85, Πλάτ. Γοργ. 515Ε. 2) ἐπὶ τέλους, Ἀριστοφ Νεφ. 945, Θουκ. 3. 56., 8. 8, Ξεν., κλπ.· ἀλλά, 3) τὸ ἐπίθ. συχνάκις κεῖται μετὰ ῥημάτων ὅπου ἔπρεπε νὰ ἔχωμεν ἐπίρρ., ὁ τελευταῖος δραμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 314· παρελθόντες τελευταῖοι Θουκ. 1. 67, κλπ., πρβλ. τελευτάω ΙΙ. 4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui arrive au terme, qui est à sa fin, final :
1 avec idée de lieu τελευταίους στῆσαι XÉN placer aux derniers rangs ; adv. • τὸ τελευταῖον à la dernière place;
2 avec idée de temps τὸν τελευταῖον βίον SOPH la fin de la vie ; τελευταῖα φήμη SOPH la dernière parole ; ἡ τελευταία ἡμέρα ou simpl. ἡ τελευταία le dernier jour ; adv. • τελευταῖον, • τὸ τελευταῖον, • τὰ τελευταῖα à la fin, finalement, enfin;
3 fig. extrême : τελευταία ὕβρις SOPH le dernier terme de l’injure, le comble de l’outrage.
Étymologie: τελευτή.
English (Slater)
τελευταῑος
1 final [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευ[[[ταί]]]ῳ προβιβάζοις (Pae. 2.105)
Greek Monolingual
-α, -ο / τελευταῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο τελευταίος μαθητής»)
2. (με χρον. σημ.) πρόσφατος («στην τελευταία του επίσκεψη έφερε πολλά δώρα»)
αρχ.
1. μέγιστος, ο άκρος, ο χειρότερος («ἡ τελευταία ὕβρις», Σοφ.)
2. (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῑοι», Θουκ.)
3. (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) (τὸ) τελευταῑον και (τὰ) τελευταῑα
τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῑόν τε προσβλέψαιμι νῡν», Σοφ.
β. «ὅτε τὰ τελευταῑα ἔλεγεν», Πλάτ.)
4. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους.
επίρρ...
τελευταίως και τελευταία Ν
χρον. το τελευταίο διάστημα, πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελευτή «έσχατο σημείο, τέρμα» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδή: σπουδαῖος)].