τραυματίζω: Difference between revisions
(T22) |
(41) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist participle τραυματισας; [[perfect]] [[passive]] participle τετραυματισμενος; ([[τραῦμα]]); from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]], to [[wound]]: Acts 19:16. | |txtha=1st aorist participle τραυματισας; [[perfect]] [[passive]] participle τετραυματισμενος; ([[τραῦμα]]); from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]], to [[wound]]: Acts 19:16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[τρωματίζω]] Α [[τραῡμα</i>, <i>τραύματος]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον ώστε να του προκαλέσω [[τραύμα]], [[πληγώνω]], [[λαβώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] [[ψυχικό]] [[πλήγμα]], [[στενοχωρώ]] ή [[ταπεινώνω]] κάποιον («η σκληρή [[συμπεριφορά]] του μπορεί να τραυματίσει την [[προσωπικότητα]] του παιδιού του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιφέρω]] καίρια [[βλάβη]] σε κάποιον («τὸν τραυματίσαντα διαβόλου τὴν κακόνοιαν», Μηναί.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>τραυματίζομαι</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[υφίσταμαι]] [[ζημία]] («τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν», <b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. τρωμ-: pf. τετραυμάτικα Decr. ap. D.18. 155:—Pass.τετραυμάτισμαι (v. infr.): aor. Pass.
A ἐτραυματίσθην E.Fr.705:— wound, Hdt.1.59, al., E.Ba.763, PPetr.3p.59 (iii B. C.), BGU1780.11 (i B. C.), Ev.Luc.20.12, etc.:—Pass., Hdt.9.61, al., Th.4.35, etc.; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν . . ἐκμαστεύομεν A.Eu.246; τραυματισθεὶς τολλά Th.4.12.
German (Pape)
[Seite 1135] verwunden; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; Eur. Bacch. 762; Thuc. 4, 12. 129; τετραυματίκασι, Dem. 18, 155. Ion. τρωματίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τραυμᾰτίζω: Ἰων. τρωμ-· πρκμ. τετραυμάτικα, Ψήφ. παρὰ Δημ. 276. 6· παθ. -ισμαι, ἴδε κατωτ.· παθ. ἀόρ. ἐτραυματίσθην Εὐρ. Ἀποσπ. 700. Τραυματίζω, πληγώνω, Ἡρόδ. 1. 59, κ. ἀλλ., Εὐρ. Βάκχ. 763, Θουκ. 4. 35, κλπ. ― Παθ., Ἡρόδ. 9. 61, κ. ἀλλ.· τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρόν... ἐκμαστεύομεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 246· τραυματισθεὶς πολλὰ Θουκ. 4. 12.
French (Bailly abrégé)
pf. τετραυμάτικα;
Pass. ao. ἐτραυματίσθην, pf. τετραυμάτισμαι;
blesser.
Étymologie: τραῦμα.
English (Strong)
from τραῦμα; to inflict a wound: wound.
English (Thayer)
1st aorist participle τραυματισας; perfect passive participle τετραυματισμενος; (τραῦμα); from Aeschylus and Herodotus down, to wound: Acts 19:16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [[τραῡμα, τραύματος]]
χτυπώ κάποιον ώστε να του προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω
νεοελλ.
μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα του παιδιού του»)
μσν.
μτφ. επιφέρω καίρια βλάβη σε κάποιον («τὸν τραυματίσαντα διαβόλου τὴν κακόνοιαν», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
παθ. τραυματίζομαι
(για πράγμ.) υφίσταμαι ζημία («τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν», Πολυδ.).