ὑπεξαίρω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(43) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>. | |mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]] λίγο ή [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπεξαίρομαι</i><br />ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξαίρω]] «[[σηκώνω]] [[πάνω]], [[ανυψώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
A subtract, Hero *Geom.10.4, al. 2 Pass., to be elated, Arist.VV1251b19 (nisi leg. ὑπεραίρεσθαι).
German (Pape)
[Seite 1187] (s. αἴρω), von unten od. allmälig heben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξαίρω: ὑπεξαείρω, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ταῦρος. - Παθ., ἐξυψοῦμαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 5 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ὑπεραίρεσθαι).
Greek Monolingual
ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ ἐξαιρῶ
(στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, -έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ κρυφά («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ πάλαι θανόντες», Σοφ.)
2. καταστρέφω κρυφά ή σταδιακά
3. απαλλάσσω κάποιον από κάτι
4. (ρητ.) πραγματεύομαι κάτι ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο
5. μετριάζω
6. μέσ. α) εξαιρώ, αποκλείω («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», Πλούτ.)
β) διατηρώ, βάζω κατά μέρος, εξασφαλίζω («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», Δημοσθ.)
7. παθ. εξαφανίζομαι
8. φρ. «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — κάνω εξαίρεση (Θεόπομπ.).
Greek Monolingual
Α
1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά
2. παθ. ὑπεξαίρομαι
ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»].