ὑπέρθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(SL_2)
(43)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὑπέρθῡμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[great]] hearted “[[κέκλυτε]], παῖδες ὑπερθύμων τε [[φωτῶν]] καὶ [[θεῶν]]” (P. 4.13) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον (I. 8.55)
|sltr=<b>ὑπέρθῡμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[great]] hearted “[[κέκλυτε]], παῖδες ὑπερθύμων τε [[φωτῶν]] καὶ [[θεῶν]]” (P. 4.13) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον (I. 8.55)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γενναία [[ψυχή]], [[μεγαλόψυχος]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[αλαζόνας]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[οξύθυμος]], [[ατίθασος]]<br /><b>4.</b> πολύ οργισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερθύμως</i> Α<br /><b>1.</b> με υπερβολική [[οργή]]<br /><b>2.</b> με πολύ [[μεγάλη]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>θυμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρθῡμος Medium diacritics: ὑπέρθυμος Low diacritics: υπέρθυμος Capitals: ΥΠΕΡΘΥΜΟΣ
Transliteration A: hypérthymos Transliteration B: hyperthymos Transliteration C: yperthymos Beta Code: u(pe/rqumos

English (LSJ)

ον,

   A high-spirited, high-minded, daring, freq. in Hom., in good sense, Il.2.746, 5.376, al., cf. Hes.Th.937, Pi.P.4.13, B.12.103, etc.: irreg. Sup., ὑπερθυμέστατος ἀνδρῶν Stesich.95.    II in bad sense, overweening, Od.7.59, Hes.Th.719, AP6.332 (Hadr.); over-spirited, of a horse, X.Eq.3.12.    III vehemently angry, Poll.6.124. Adv., ὑπερθύμως ἄγαν in over-vehement wrath, A.Eu. 824.    IV in Adv. also, eagerly, readily, IGRom.4.1302.12 (Cyme, i B. C./i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1197] übermüthig, überausmuthig, im guten Sinne; Il. 2, 746; Διομήδης 5, 376; auch von andern Helden in der Il. öfter; θεράποντες Od. 4, 784; ἕταροι Il. 23, 522, wie Hes. Th. 937; Ἕκτωρ Pind. P. 7, 55; φῶτες 4, 13; – im tadelnden Sinne, übermüthig, frech, Hes. Th. 719; zu muthig oder wild, von Pferden, Xen. de re equ. 3, 12; – überaus zornig, sehr ergrimmt, im adv., Aesch. Eum. 788; – auch = sehr geneigt, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρθῡμος: -ον, ὁ ἔχων γενναίαν ψυχήν, μεγαλόψυχος, τολμηρός, ἀνδρεῖος, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰλ. Β. 746, Ε. 376, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Θεογ. 937, Πινδ. Π. 4. 23, κλπ.· ἀνώμαλ. ὑπερθ. ὑπερθυμέστατος, ἀνὴρ Στησίχ. 81. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζών, Ἡσ. Θεογ. 719, Ἀνθ. Π. 6. 322· - ὀξύθυμος, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3. 12. ΙΙΙ. σφόδρα ὠργισμένος. Πολυδ. ϛʹ, 124· - Ἐπιρρ., ὑπερθύμως ἄγαν, ἐν ὑπερβαλλούσῃ ὀργῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 824. IV. ἐν τῷ ἐπιρρ., ὡσαύτως, προθύμως, ἐκθύμως, ἑτοίμως, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de courage ou d’ardeur, magnanime.
Étymologie: ὑπέρ, θυμός.

English (Slater)

ὑπέρθῡμος, -ον
   1 great hearted “κέκλυτε, παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον (I. 8.55)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος
2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης
3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος
4. πολύ οργισμένος.
επίρρ...
ὑπερθύμως Α
1. με υπερβολική οργή
2. με πολύ μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. πρό-θυμος].