φρικώδης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui fait frissonner, effrayant, terrible;<br /><b>2</b> accompagné de frissons <i>en parl. de maladie</i>;<br /><i>Sp.</i> φρικωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φρίξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui fait frissonner, effrayant, terrible;<br /><b>2</b> accompagné de frissons <i>en parl. de maladie</i>;<br /><i>Sp.</i> φρικωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φρίξ]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[φρικώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φρίξ]], <i>φρικός</i>]<br />[[φρικαλέος]], [[φρικτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογική [[κατάσταση]]) αυτός που συνοδεύεται από [[ρίγος]] («πυρετὸς [[φρικώδης]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θρησκευτικό [[δέος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ φρικῶδες</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> η [[τραχύτητα]] δέρματος που ανατριχιάζει<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) [[φρικτά]], [[φρικωδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικωδώς]] / <i>φρικωδῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο φρικώδη, [[φρικτά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔχω φρικωδῶς» — [[εμπνέω]] [[φρίκη]] (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑκώδης Medium diacritics: φρικώδης Low diacritics: φρικώδης Capitals: ΦΡΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: phrikṓdēs Transliteration B: phrikōdēs Transliteration C: frikodis Beta Code: frikw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A attended with shivering, πνρετὸς φ. a fever with shivering fits, ague, Hp.Epid.1.2, Sor.1.59; δυσουρία φ. Hp.Aph.3.5; οἱ φ. those who suffer from such fits, Id.Coac.12, al.; τὸ φ. roughness, unevenness of the skin, as in aguish fits, ib.17, cf. Gal.6.195.    II that causes shuddering or horror, awful, horrible, ὄψις Ar.Ra.1336 (lyr.); τὰ δεινὰ καὶ φ. And.1.29; φρικώδη κλύειν horrible to hear, E.Hipp.1202; freq. in later Prose, δόξαι φ. Phld.Mus. p.50 K.; φ. ἄποψις, θέαμα, Arist.Mir.843a16, Plu.Marc.15, Anon. Oxy. 416.9, Jul.Or.1.31c; τὸ -έστατον τῶν κακῶν ὁ θάνατος Epicur.Ep.3p.61U.; -έστατος ὅρκος PStrassb.48.6 (vi A. D.), etc.: neut. φρικῶδες, as Adv., horribly, E.Hipp.1216.    b inspiring religious awe, Plu. TG21 (Sup.), Aristid.1.256J. Adv. Sup., ἁγιώτατα καὶ φρικωδέστατα ἔχειν, of the terrors of a court of justice, D.23.74.

German (Pape)

[Seite 1306] ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; ὄψις Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος, Medic. – Uebh. mit δεινός vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74.

Greek (Liddell-Scott)

φρικώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑπὸ φρίκης ἢ φρικιάσεως συνοδευόμενος, πυρετὸς φρ., ὁ μετὰ φρικιάσεως ἢ ῥίγους, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 949· δυσουρία φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1247· ― τὸ φρικῶδες, ἡ τραχύτης, ἀνωμαλία τῆς ἐπιδερμίδος, οἷον ὅταν κατέχηταί τις ὑπὸ ἠπιάλου ἢ παροξυσμοῦ ῥίγους, Ἱππ., Γαλην. ΙΙ. ἐμποιῶν φρίκην ἢ τρόμον, φοβερός, τρομερός, φρικτός, ὄψις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1336 (λυρ.)· τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη Ἀνδοκ. 5. 5· φρικώδη κλύειν, δεινὰ ἀκοῦσαι, Εὐρ. Ἱππ. 1202· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 2, Πλούτ., κλπ.· ― οὐδ. φρικῶδες, ὡς ἐπίρρ., φρικτῶς, Εὐρ. Ἱππόλ. 1216· ― ὡσαύτως ἐπὶ θρησκευτικῆς εὐλαβείας, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἀριστείδ. 1. 256. ― Ἐπίρρ. -δῶς, φρικωδέστατα ἔχειν, ἐπὶ τῆς φρίκης τοῦ δικαστηρίου, Δημ. 644. 18.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui fait frissonner, effrayant, terrible;
2 accompagné de frissons en parl. de maladie;
Sp. φρικωδέστατος.
Étymologie: φρίξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / φρικώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φρίξ, φρικός]
φρικαλέος, φρικτός
αρχ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.)
2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος
3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες
α) ως ουσ. η τραχύτητα δέρματος που ανατριχιάζει
β) (ως επίρρ.) φρικτά, φρικωδώς.
επίρρ...
φρικωδώς / φρικωδῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο φρικώδη, φρικτά
αρχ.
φρ. «ἔχω φρικωδῶς» — εμπνέω φρίκη (Δημοσθ.).