ανάξιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (Α [[ἀνάξιος]], -ία, -ιον και αττ. -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θεωρείται [[άξιος]] για [[κάτι]], που έχει ή παθαίνει ή κάνει [[κάτι]] [[παρά]] την [[αξία]], ανάρμοστα<br /><b>2.</b> αυτός που δεν του [[πρέπει]] να έχει ή να παθαίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[αξία]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]]<br /><b>4.</b> (το ουδέτερο στον ενικό - ή στον πληθυντικό για τα αρχαία - ως ουσιαστικό) <i>το ανάξιο</i>(<i>ν</i>) ή <i>τα ανάξια</i> ανάρμοστο, απρεπές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανίκανος]], [[ανεπιτήδειος]], [[ακατάλληλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ηθική]] [[αξία]], αξιόμεμπτος, [[ανήθικος]]<br /><b>3.</b> (ειδικότερα στα Εκκλ.) ο [[ακατάλληλος]] για το ιερατικό [[σχήμα]]<br />η λ. «[[ανάξιος]]!» λέγεται ως αποδοκιμαστική [[επιφώνηση]] [[μέσα]] στον ναό από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για τη [[χειροτονία]] του υποψήφιου (<b>[[πρβλ]].</b> [[άξιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[ἄξιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αναξιότητα]] (-<i>ότης</i>) <b>νεοελλ.</b> [[αναξιοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναξιόμισθος]], [[αναξιοπαθής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀνάξιος]], -ον (Μ) [[ἄναξ]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε άνακτα, σε βασιλιά, [[βασιλικός]], [[λαμπρός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (Α [[ἀνάξιος]], -ία, -ιον και αττ. -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θεωρείται [[άξιος]] για [[κάτι]], που έχει ή παθαίνει ή κάνει [[κάτι]] [[παρά]] την [[αξία]], ανάρμοστα<br /><b>2.</b> αυτός που δεν του [[πρέπει]] να έχει ή να παθαίνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[αξία]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[μηδαμινός]], [[ασήμαντος]]<br /><b>4.</b> (το ουδέτερο στον ενικό - ή στον πληθυντικό για τα αρχαία - ως ουσιαστικό) <i>το ανάξιο</i>(<i>ν</i>) ή <i>τα ανάξια</i> ανάρμοστο, απρεπές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανίκανος]], [[ανεπιτήδειος]], [[ακατάλληλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ηθική]] [[αξία]], αξιόμεμπτος, [[ανήθικος]]<br /><b>3.</b> (ειδικότερα στα Εκκλ.) ο [[ακατάλληλος]] για το ιερατικό [[σχήμα]]<br />η λ. «[[ανάξιος]]!» λέγεται ως αποδοκιμαστική [[επιφώνηση]] [[μέσα]] στον ναό από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για τη [[χειροτονία]] του υποψήφιου (πρβλ. [[άξιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[ἄξιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αναξιότητα]] (-<i>ότης</i>) <b>νεοελλ.</b> [[αναξιοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναξιόμισθος]], [[αναξιοπαθής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀνάξιος]], -ον (Μ) [[ἄναξ]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε άνακτα, σε βασιλιά, [[βασιλικός]], [[λαμπρός]].
}}
}}

Revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α ἀνάξιος, -ία, -ιον και αττ. -ιος, -ιον)
1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα
2. αυτός που δεν του πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι
3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος, μηδαμινός, ασήμαντος
4. (το ουδέτερο στον ενικό - ή στον πληθυντικό για τα αρχαία - ως ουσιαστικό) το ανάξιο(ν) ή τα ανάξια ανάρμοστο, απρεπές
νεοελλ.
1. ανίκανος, ανεπιτήδειος, ακατάλληλος
2. αυτός που δεν έχει ηθική αξία, αξιόμεμπτος, ανήθικος
3. (ειδικότερα στα Εκκλ.) ο ακατάλληλος για το ιερατικό σχήμα
η λ. «ανάξιος!» λέγεται ως αποδοκιμαστική επιφώνηση μέσα στον ναό από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για τη χειροτονία του υποψήφιου (πρβλ. άξιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερητικό + ἄξιος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναξιότητα (-ότης) νεοελλ. αναξιοσύνη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναξιόμισθος, αναξιοπαθής].———————— (II)
ἀνάξιος, -ον (Μ) ἄναξ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε άνακτα, σε βασιλιά, βασιλικός, λαμπρός.