ἀβαρής: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(T22) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(ές ([[βάρος]] [[weight]]), [[without]] [[weight]], [[light]]; tropically, [[not]] [[burdensome]]: ἀβαρῆ [[ὑμῖν]], ἐμαυτόν ἐτήρησα I [[have]] avoided burdening [[you]] [[with]] [[expense]] on my [[account]], [[Aristotle]] [[down]].) | |txtha=(ές ([[βάρος]] [[weight]]), [[without]] [[weight]], [[light]]; tropically, [[not]] [[burdensome]]: ἀβαρῆ [[ὑμῖν]], ἐμαυτόν ἐτήρησα I [[have]] avoided burdening [[you]] [[with]] [[expense]] on my [[account]], [[Aristotle]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀβᾰρής:''' -ές ([[βάρος]]), [[λιποβαρής]], [[ελαφρύς]]· μη [[ενοχλητικός]], μη [[επιβαρυντικός]], λέγεται για πρόσωπα, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (βάρος)
A without weight, Arist.Cael.277b19; ἀβαρῆ εἶναι ἀέρα καὶ πῦρ Zeno Stoic.1.27, cf. Chrysipp.Stoic.2.143, Plot. 6.9.9, etc.; light, γῆ AP7.461 (Mel.): metaph., ἀ. χρῆμα a light matter, Com.Adesp.158; παρρησία . . μαλακὴ καὶ ἀ. Plu.2.59c; of the pulse, Archig. ap. Gal.8.651. II not offensive, ὀσμαί Aret.CA2.3; of persons, not burdensome, ἀ. ἑαυτὸν τηρεῖν, παρέχειν, 2 Ep.Cor.11.9, CIG5361.15 (Berenice). Adv. -ρῶς without giving offence, Simp. in Epict.p.85D.; without taking offence, ib.p.88D.
German (Pape)
[Seite 2] ές (βάρος), nicht schwer, leicht, Arist. coel. 1, 8; Luc. Dial. Mort. 10, 5; überhaupt nicht lästig, Mel. 121 (VII, 461) und N. T, wie 2 Cor. 11, 9τινί
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰρής: ές (βάρος) = ἄνευ βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς σφυγμός, Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, ἄνευ προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non pesant, léger litt. sans poids;
2 fig. non désagréable, agréable ; qui ne pèse pas (financièrement).
Étymologie: ἀ, βάρος.
Spanish (DGE)
(ἀβᾰρής) -ές
I ingrávido, sin peso τὸ μὲν γὰρ (σῶμα) ἀβαρὲς τὸ δ' ἔχον βάρος Arist.Cael.277b19, cf. Zeno Stoic.1.27, Chrysipp.Stoic.2.143, Luc.DMort.20.6, Ph.2.120, Plot.6.9.9, Procl.in Ti.2.11.20, Pall.V.Chrys.17.133
•subst. la ingravidez ἀβαρεῖ τε καὶ βάρος ἔχοντι Arist.Metaph.1004b14.
II 1ligero, leve, de poco peso γῆ AP 7.461 (Mel.), (ἵππους) ἀβαρεῖς προϊόντας Eust.1314.64.
2 no fuerte, ligero, suave ὀσμαί Aret.CA 2.3.7.
3 leve, flojo del pulso, Archig. en Gal.8.651.
III fig.
1 liviano, vano παρρησία ... μαλθακὴ καὶ ἀ. Plu.2.59c.
2 no molesto, que no causa dolor o pesadumbre ἐνὶ ... φθιμένοις κεκλιμέναν ἀβαρῆ GVI 702.6 (Renea II/I a.C.), ἀβαρῆ ἐμαυτόν ὑμῖν ἐτήρησα καὶ τηρήσω me guardé y me guardaré de seros una carga 2Ep.Cor.11.9, ἀβαρῆ ἑαυτὸν παρέσχηται IBerenike 17.15 (I a./d.C.), ἐὰν ᾖ σοι ἀβαρές si no te es molesto, POxy.2727.18 (III/IV d.C.).
3 sin cargas tributarias Iust.Nou.59.7.
IV adv. -ῶς
1 sin molestar Simp.in Epict.37.105.
2 sin molestarse, sin dificultad ἀ. ἐπὶ τὸ ὑψηλὸν ἀναγόμενον Dion.Ar.CH 15.3, cf. Simp.in Epict.37.246.
3 prob. sin cargas, sin gasto excesivo ἵνα ἀ. καὶ μὴ ἀπὸ ἡμερησίων μισθῶν PBremen 15.11 (II d.C.).
• Etimología: Cf. βάρος c. ἀ- priv.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and βάρος; weightless, i.e. (figuratively) not burdensome: from being burdensome.
English (Thayer)
(ές (βάρος weight), without weight, light; tropically, not burdensome: ἀβαρῆ ὑμῖν, ἐμαυτόν ἐτήρησα I have avoided burdening you with expense on my account, Aristotle down.)
Greek Monotonic
ἀβᾰρής: -ές (βάρος), λιποβαρής, ελαφρύς· μη ενοχλητικός, μη επιβαρυντικός, λέγεται για πρόσωπα, σε Καινή Διαθήκη