ἁλιοτρεφής: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλιοτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρέφεται, που ζει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἃλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἁλιτραφής</i>)<br />το -<i>ο</i>- κατ’ αναλογική [[επίδραση]] [[είτε]] του επιθ. [[ἅλιος]] (Ι) [[είτε]] του συνήθους συνδετ. φωνήεντος <i>ο</i> τών συνθέτων]. | |mltxt=[[ἁλιοτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρέφεται, που ζει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλασσόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἃλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἁλιτραφής</i>)<br />το -<i>ο</i>- κατ’ αναλογική [[επίδραση]] [[είτε]] του επιθ. [[ἅλιος]] (Ι) [[είτε]] του συνήθους συνδετ. φωνήεντος <i>ο</i> τών συνθέτων]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁλιοτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφεται στη [[θάλασσα]], <i>φῶκαι</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A feeding in the sea, sea-reared, φῶκαι Od.4.442.
German (Pape)
[Seite 97] ές, im Meere lebend, Hom. einmal, Od. 4, 442 φωκάων ἁλιοτρεφέων.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιοτρεφής: -ές, τρεφόμενος ἐν τῇ θαλάσσῃ, θαλασσόβιος, φῶκαι, Ὀδ. Δ. 442.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nourri dans la mer.
Étymologie: ἅλιος¹, τρέφω.
English (Autenrieth)
έος (τρ<<><>>φω): sea-nurtured, epith. of seals, Od. 4.442†.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
criado por el mar φῶκαι Od.4.442.
Greek Monolingual
ἁλιοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται, που ζει στη θάλασσα, ο θαλασσόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι- (< ἃλς) + -τρεφής < τρέφω (πρβλ. και ἁλιτραφής)
το -ο- κατ’ αναλογική επίδραση είτε του επιθ. ἅλιος (Ι) είτε του συνήθους συνδετ. φωνήεντος ο τών συνθέτων].
Greek Monotonic
ἁλιοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται στη θάλασσα, φῶκαι, σε Ομήρ. Οδ.