ἀμαρύσσω: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμαρύσσω]] (Α)<br />(ενεργ. και μεσ.) [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[σπινθηροβολώ]], [[ακτινοβολώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- προθεματικό και θ. <i>μαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαρμαίρω]] «[[φωτίζω]], [[αστράφτω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύσσω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θωΰσσω]] «[[γαβγίζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμάρυγμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμαρυγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμάρυξις</i>]. | |mltxt=[[ἀμαρύσσω]] (Α)<br />(ενεργ. και μεσ.) [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[σπινθηροβολώ]], [[ακτινοβολώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- προθεματικό και θ. <i>μαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαρμαίρω]] «[[φωτίζω]], [[αστράφτω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύσσω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θωΰσσω]] «[[γαβγίζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμάρυγμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμαρυγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμάρυξις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰμ], Ep., only pres. and impf.,
A sparkle, twinkle, glance, of the eye, ἐκ δέ οἱ ὄσσων πῦρ ἀμάρυσσεν Hes. Th.827; πυκνόν or πύκν' ἀμαρύσσων darting quick glances, h.Merc.278; φολίδων στικτοῖσιτύποις ἀμάρυσσεν ὀφίτης Nonn.D.18.79:—Med., of light, colour, etc., A.R. 4.178, 1146; ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP9.668 (Marian.), cf. Nonn. D.5.77, al. II Act., shoot forth, dart, πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29. 2 dazzle, Nonn.D.5.485.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰρύσσω: [ᾰμ], Ἐπ. ῥῆμα, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπινθηροβολῶ, «στίλβω, λάμπω» (Ἡσύχ.), ἐκπέμπω. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων, Ἡσ. Θ. 827· πυκνὸν ἢ πύκν’ ἀμαρύσσων, ῥίπτων ταχέα βλέμματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 278. 415: ― οὕτως ἐν μέσῃ φωνῇ, ἐπὶ φωτός, χρώματος, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 178. 1146· ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών, Ἀνθ. Π. 9. 668. ΙΙ. ἐνεργ., = ἐκπέμπω, ἐξακοντίζω, πῦρ, Κόϊντ. Σμ. 8. 29. 2) ἀμαυρῶ τὰς ὄψεις, θαμβώνω, Νόνν. Δ. 5. 485. (Ἐκ √ΜΑΡ μετ’ α εὐφων., πρβλ. μαρμαίρω).
French (Bailly abrégé)
1 intr. lancer des éclairs, briller;
2 tr. faire briller, acc. ; Pass. jaillir comme un éclair, briller.
Étymologie: ἀ prosth., R. Μαρ briller ; cf. μαρμαίρω.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰρύσσω)
• Prosodia: [ᾰ-]
I intr. centellear, destellar esp. de los ojos ἐκ δέ οἱ ὄσσων ... πῦρ ἀμάρυσσεν Hes.Th.827, φολίδων στικτοῖσι τύποις ἀμάρυσσεν Nonn.D.18.79
•c. ac. neutr. adv. πυκνὸν ... ἀμαρύσσων lanzando rápidas miradas, h.Merc.278
•en v. med. mismo sent. destellar, resplandecer, brillar φέγγος A.R.4.1146, αἴγλη Nonn.D.5.77, 7.209, Synes.Hymn.1.133, ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP 9.668 (Marian.).
II tr.
1 hacer destellar πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29, δόμος ... ἀμάρυσσε λίθων ... αἴγλην Nonn.Par.Eu.Io.5.1.
2 deslumbrar ὀφθαλμοὺς ἀμάρυσσεν ... αἴγλη Nonn.D.5.485.
• Etimología: Forma c. prótesis de la raíz que se encuentra en μαρμαίρω q.u.
Greek Monolingual
ἀμαρύσσω (Α)
(ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- προθεματικό και θ. μαρ- (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα -ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα
αρχ.-μσν.
ἀμαρυγή
μσν.
ἀμάρυξις].
Greek Monotonic
ἀμᾰρύσσω: (√ΑΜΑΡΥΓ), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, στίλβω, λάμπω, λέγεται για το μάτι, σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το χρώμα, σε Ανθ.