γυρεύω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γυρεύγω]] (AM [[γυρεύω]]) [[γυρός]]<br />[[διαγράφω]] κύκλο τρέχοντας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τριγυρίζω]] ψάχνοντας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιζητώ]], [[αναζητώ]]<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>4.</b> [[φροντίζω]], [[ενδιαφέρομαι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυρεύω]] φυρί, φυρί» — [[αναζητώ]] επίμονα<br />β) «[[γυρεύω]] ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — [[αναζητώ]] μάτια<br />γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα [[κάτι]] εντελώς απροσδόκητα<br />δ) «τί γυρεύει η [[αλεπού]] στο [[παζάρι]];» — βρίσκεται [[κάποιος]] απερίσκεπτα [[εκεί]] που δεν [[πρέπει]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιοδεύω]]<br /><b>2.</b> [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]. | |mltxt=και [[γυρεύγω]] (AM [[γυρεύω]]) [[γυρός]]<br />[[διαγράφω]] κύκλο τρέχοντας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τριγυρίζω]] ψάχνοντας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιζητώ]], [[αναζητώ]]<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>4.</b> [[φροντίζω]], [[ενδιαφέρομαι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυρεύω]] φυρί, φυρί» — [[αναζητώ]] επίμονα<br />β) «[[γυρεύω]] ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — [[αναζητώ]] μάτια<br />γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα [[κάτι]] εντελώς απροσδόκητα<br />δ) «τί γυρεύει η [[αλεπού]] στο [[παζάρι]];» — βρίσκεται [[κάποιος]] απερίσκεπτα [[εκεί]] που δεν [[πρέπει]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιοδεύω]]<br /><b>2.</b> [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γῡρεύω:''' ([[γῦρος]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[τρέχω]] γύρω γύρω, κυκλικά, [[τριγυρίζω]], σε Στράβ., Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A run round in a circle, Str.6.1.8: c. acc. cogn., καμπτῆρας Babr.29.4.
German (Pape)
[Seite 512] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρεύω: περιέρχομαι δρομαίως ἐν κύκλῳ, τρέχω ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, ἵππος… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι γυρεύω Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
French (Bailly abrégé)
tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.
Étymologie: γυρός.
Spanish (DGE)
(γῡρεύω) 1 intr. dar vueltas, evolucionar παρθένους ... ἐκέλευε γ. γυμνάς Str.6.1.8, cf. T.Gad 1.3.
2 tr. girar alrededor de, recorrer καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.Vit.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.V.Chrys.70.18
•fig. maquinar τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ A.Pil.B 23.
Greek Monolingual
και γυρεύγω (AM γυρεύω) γυρός
διαγράφω κύκλο τρέχοντας
μσν.- νεοελλ.
τριγυρίζω ψάχνοντας
νεοελλ.
1. επιζητώ, αναζητώ
2. επιδιώκω κάτι
3. εξετάζω, ερευνώ
4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι
5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» — αναζητώ επίμονα
β) «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — αναζητώ μάτια
γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα κάτι εντελώς απροσδόκητα
δ) «τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;» — βρίσκεται κάποιος απερίσκεπτα εκεί που δεν πρέπει
μσν.
1. περιοδεύω
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.
Greek Monotonic
γῡρεύω: (γῦρος), μέλ. -σω, τρέχω γύρω γύρω, κυκλικά, τριγυρίζω, σε Στράβ., Βάβρ.