δακρυχαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δακρυχαρής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που βρίσκει [[ευχαρίστηση]] στα δάκρυα («[[δακρυχαρής]] [[Πλούτων]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εχάρην</i>, αόρ. του [[χαίρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοχαρής]])].
|mltxt=[[δακρυχαρής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που βρίσκει [[ευχαρίστηση]] στα δάκρυα («[[δακρυχαρής]] [[Πλούτων]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εχάρην</i>, αόρ. του [[χαίρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοχαρής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δακρυχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που κλαίει με δάκρυα χαράς, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρῠχᾰρής Medium diacritics: δακρυχαρής Low diacritics: δακρυχαρής Capitals: ΔΑΚΡΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: dakrycharḗs Transliteration B: dakrycharēs Transliteration C: dakrycharis Beta Code: dakruxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A delighting in tears, πλούτων IG14.769 (Naples); Λάθας κευθμών Mon.Ant.11.477 (Cret.); κνίσματα prob.l.inAP5.165 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 520] ές, sich an Thränen freuend, Πλούτων Anth. (App. 98); κνίσματα Mel. 103 (V, 166).

Greek (Liddell-Scott)

δακρυχᾰρής: -ές, ὁ εὐχαρίστησιν εὐρίσκων εἰς δάκρυα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 98.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se complaît dans les larmes.
Étymologie: δάκρυ, χαίρω.

Spanish (DGE)

(δακρῠχᾰρής) -ές
1 que se complace en el llanto, Ἀΐδας GVI 1154.11 (Samos II/I a.C.), Λάθας ... κευθμών ICr.2.23.22c.10 (Polirrenia I a.C.), Πλούτων INap.95.5 (I/II d.C.).
2 que produce un llanto alegre en las peleas amorosas κνίσματα AP 5.166 (Mel.).

Greek Monolingual

δακρυχαρής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στα δάκρυα («δακρυχαρής Πλούτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -χαρής < εχάρην, αόρ. του χαίρω (πρβλ. αιμοχαρής)].

Greek Monotonic

δακρυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που κλαίει με δάκρυα χαράς, σε Ανθ.