ἀποπομπή: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀποπομπή]]) [[αποπέμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απόλυση]] από [[υπηρεσία]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσόβηση]], [[αποτροπή]]<br /><b>2.</b> [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]]<br /><b>3.</b> αποδίωξη της συζύγου.
|mltxt=η (Α [[ἀποπομπή]]) [[αποπέμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απόλυση]] από [[υπηρεσία]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσόβηση]], [[αποτροπή]]<br /><b>2.</b> [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]]<br /><b>3.</b> αποδίωξη της συζύγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπομπή:''' ἡ ([[ἀποπέμπω]]), το να στέλνει [[κάποιος]] [[μακριά]] κάποιον ή [[κάτι]]· [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[αποθεραπεία]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπομπή Medium diacritics: ἀποπομπή Low diacritics: αποπομπή Capitals: ΑΠΟΠΟΜΠΗ
Transliteration A: apopompḗ Transliteration B: apopompē Transliteration C: apopompi Beta Code: a)popomph/

English (LSJ)

ἡ, (ἀποπέμπω)

   A sending away, LXXLe.16.10. b. valediction, Men.Rh.p.333S.    2 divorce, PSI1.36a16 (i A.D.), etc., Poll.8.31.    3 averting an ill omen, etc., ἀ. ποιεῖσθαι Isoc.5.117; getting rid, πυρετῶν Luc.Philops. 9.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, 1) die Ab-, Entsendung, Entfernung, πυρετῶν Luc. Philops. 9. – 2) Abwendung eines Unglücks, einer bösen Vorbedeutung, Sühne, ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι, der bösen Götter, Isocr. 5, 117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπομπή: ἡ, (ἀποπέμπω) ἀπόπεμψις, «καὶ τὸ ἀποπέμψασθαι γυναῖκα... ἀποπομπή, ... καὶ ἀποπομπῆς δίκη» Πολυδ. Γ΄, 46, ς΄, 153, Η΄, 31. 2) ἡ ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ οἰωνοῦ, κτλ., ἀπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 106Β˙ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἀσθενείας, Λουκ. Φιλοψευδ. 9.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action d’écarter, de repousser ; particul. éloignement d’un mal, action de conjurer un fléau ; ἀποπομπὰς ποιεῖσθαι ISOCR accomplir les cérémonies de préservation.
Étymologie: ἀποπέμπω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
alejamiento, rechazo, conjuro, exorcismo ἀποπομπὰς αὐτῶν ποιεῖσθαι Isoc.5.117, δαιμόνων M.Ant.1.6, πυρετῶν Luc.Philops.9, del macho cabrío, LXX Le.16.10, cf. Iust.Phil.M.6.1596B
repudio de la mujer en el divorcio PSI 36a.16 (I d.C.), Stud.Pal.20.5.30 (II d.C.)
despedida como género retórico, Men.Rh.333.

Greek Monolingual

η (Α ἀποπομπή) αποπέμπω
νεοελλ.
απόλυση από υπηρεσία ή αξίωμα
αρχ.
1. αποσόβηση, αποτροπή
2. εξαγνισμός, κάθαρση
3. αποδίωξη της συζύγου.

Greek Monotonic

ἀποπομπή: ἡ (ἀποπέμπω), το να στέλνει κάποιος μακριά κάποιον ή κάτι· απαλλαγή από ασθένεια, αποθεραπεία, σε Λουκ.