περιγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κάμπτω]], [[κλίνω]], [[λυγίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προχωρώντας ή οδηγώντας [[παρακάμπτω]] [[κάτι]] και το [[προσπερνώ]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[περιπλέω]] [[ακρωτήριο]], [[παρακάμπτω]], [[καβατζάρω]]<br /><b>3.</b> κυρτώνομαι, [[λυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να μεταβάλει [[γνώμη]], τον [[κάνω]] να καμφθεί, να ενδώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[κάμπτω]], [[κλίνω]], [[λυγίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προχωρώντας ή οδηγώντας [[παρακάμπτω]] [[κάτι]] και το [[προσπερνώ]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[περιπλέω]] [[ακρωτήριο]], [[παρακάμπτω]], [[καβατζάρω]]<br /><b>3.</b> κυρτώνομαι, [[λυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να μεταβάλει [[γνώμη]], τον [[κάνω]] να καμφθεί, να ενδώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παρακάμπτω]] ένα [[ακρωτήριο]], <i>Μάλειαν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγνάμπτω Medium diacritics: περιγνάμπτω Low diacritics: περιγνάμπτω Capitals: ΠΕΡΙΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: perignámptō Transliteration B: perignamptō Transliteration C: perignampto Beta Code: perigna/mptw

English (LSJ)

   A double a headland, Μάλειαν Od.9.80 ; ἄκρην A.R.2.364.    2 intr., curve, ὀρθαὶ ἑκάτερθε π. κεραῖαι Arat.790.    3 bend, στάχυν Nonn.D.41.225 : metaph., φρένα π. κεστῷ ib.8.174.

German (Pape)

[Seite 572] umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

περιγνάμπτω: περικάμπτω (ἄκραν), περιπλέω, περιγνάμπτοντα Μάλειαν Ὀδ. Ι. 80· ἄκρην Ἀπολλ. Ροδ. Β. 364·

English (Autenrieth)

double a cape, in nautical sense, part., Od. 9.80†.

Greek Monolingual

ΜΑ
κάμπτω, κλίνω, λυγίζω
αρχ.
1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και το προσπερνώ
2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω
3. κυρτώνομαι, λυγίζω
4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τον κάνω να καμφθεί, να ενδώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

περιγνάμπτω: μέλ. -ψω, παρακάμπτω ένα ακρωτήριο, Μάλειαν, σε Ομήρ. Οδ.