περαῖος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. [[περαίη]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[απέναντι]] [[πλευρά]] ή στην [[απέναντι]] όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο [[αντικρινός]] («[[περαία]] [[ἤπειρος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[περαία]]<br />(ενν. <i>γη</i>, [[χώρα]]) α) [[χώρα]] που βρίσκεται στην [[απέναντι]] όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.<br />β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το [[τμήμα]] ενός τόπου το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ [[περαία]] τῆς Βοιωτίης χώρης» — το [[τμήμα]] της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[Χαλκίδα]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με γεν. αντικειμενική) ο [[τόπος]] που βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ τῶν Ῥοδίων [[περαία]]», η ασιατική [[χώρα]] που κείται [[απέναντι]] από τη Ρόδο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περαιότερόν τι»<br />(με σημ. συγκριτικού) το [[μέρος]] που κείται πιο [[πέρα]] από κάποιο [[άλλο]], το πιο [[πέρα]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εδρ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. [[περαίη]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[απέναντι]] [[πλευρά]] ή στην [[απέναντι]] όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο [[αντικρινός]] («[[περαία]] [[ἤπειρος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[περαία]]<br />(ενν. <i>γη</i>, [[χώρα]]) α) [[χώρα]] που βρίσκεται στην [[απέναντι]] όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.<br />β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το [[τμήμα]] ενός τόπου το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ [[περαία]] τῆς Βοιωτίης χώρης» — το [[τμήμα]] της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[Χαλκίδα]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με γεν. αντικειμενική) ο [[τόπος]] που βρίσκεται [[απέναντι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ τῶν Ῥοδίων [[περαία]]», η ασιατική [[χώρα]] που κείται [[απέναντι]] από τη Ρόδο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περαιότερόν τι»<br />(με σημ. συγκριτικού) το [[μέρος]] που κείται πιο [[πέρα]] από κάποιο [[άλλο]], το πιο [[πέρα]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εδρ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περαῖος:''' -α, -ον ([[πέραν]]), αυτός που βρίσκεται στην [[άλλη]] [[πλευρά]]· ως ουσ. <i>ἡπεραίη</i> (ενν. <i>γῆ</i>, <i>χῶρα</i>), η απέναντη [[χώρα]], η [[χώρα]] στην [[απέναντι]] όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· <i>ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης</i>, το [[μέρος]] της Βοιωτίας που βρίσκεται [[απέναντι]] (από τη [[Χαλκίδα]]), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα [[τῶν]] Τενεδίων, η [[ακτή]] (της Ασίας) [[απέναντι]] από την Τένεδο, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 18:51, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέραιος Medium diacritics: περαῖος Low diacritics: περαίος Capitals: ΠΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: peraîos Transliteration B: peraios Transliteration C: peraios Beta Code: perai=os

English (LSJ)

(properisp.), α, ον, (πέραν)

   A on the further side or bank, ἤπειρος, γαῖα, A.R. 2.392, 4.848 ; τὰ π. Call.Fr.1.15 P.    2 Comp., περαιότερόν τι anything further, PFay.124.8 (ii A. D.).    II Subst., ἡ περαία (sc. γῆ, χώρα) the country on the other side of the river, etc., Str.4.1.12 ; τῆς χώρας τῆς π. SIG588.29 (Milet., ii B. C.) : freq. with gen. whether partitive or objective, ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against [Chalcis], Hdt.8.44 ; ἡ π. τῆς Ἀσίας the coast of Asia over against [Rhodes], D.S.20.97 (but ἡ τῶν Ῥοδίων π. Str.14.2.1, 14.5.11 : hence pr. n. ἡ Περαία, Plb.18.2.3, 18.6.3 ; also of the country beyond Jordan, J.BJ3.3.3, St.Byz.); πᾶσα περαίη Θρηϊκίης all the opposite coast of Thrace, A.R.1.1112 ; ἡ Τενεδίων π. the coast [of the Troad] opposite to Tenedos, Str.13.1.32.

German (Pape)

[Seite 562] jenseits befindlich, bes. jenseits des Wassers gelegen; ἡ περαία, sc. χώρα, das Land jenseits des Meeres, ἐς τὴν περαίην τῆς Βοιωτίης χώρης, Her. 8, 44; Sp.; Ap. Rh. 1, 1112.

Greek (Liddell-Scott)

περαῖος: -α, -ον, (πέραν) ὁ ἐπὶ τοῦ πέραν μέρους, ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἢ τοῦ ποταμοῦ, ἤπειρος, γαῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 392, Δ. 848. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ περαίη (ἐξυπ. γῆ, χώρα), ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ, Στράβ. 186· ἡ προσδιορίζουσα τὸ ἐπίθ. τοῦτο γενικὴ εἶναι ἄλλοτε ὑποκειμενικὴ καὶ ἄλλοτε ἀντικειμενική (ἴδε πέραν ἐν τέλ.)· ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης, τὸ μέρος τῆς Βοιωτίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Χαλκίδος] Ἡρόδ. 8. 44· ἡ π. τῆς Ἀσίας, τὸ μέρος τῆς Ἀσίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Ρόδου] Διόδ. 20. 97· καλουμένη τἀνάπαλιν, ἡ τῶν Ροδίων π., Στράβ. 651, 673· καὶ τοῦτο κατέστη ὄνομα κύριον ἡ Περαία, Πολύβ. 17. 2, 3., 17. 6. 3· Peraea Liv. 32. 33 καὶ 35)· ὡσαύτως πᾶσα περαίη Θρηικίης, ἅπασα ἡ ἀπέναντι παραλία τῆς Θράκης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1112· ἡ π. τῶν Τενεδίων, ἡ παραλία [τῆς Μυσίας] ἡ ἔναντι τῆς Τενέδου, Στράβ. 596· - ὡσαύτως, ἡ Περαία, ἐν Συρίᾳ, Peraea, ἡ πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα, Στέφ. Βυζ. κλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 247, 389.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
situé au delà : ἡ περαία (γῆ) pays situé au delà, de l’autre côté de la mer (Pérée) ; ἡ περαία τῆς Βοιωτίης HDT la côte de Béotie située de l’autre côté.
Étymologie: πέρα.

Greek Monolingual

-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινόςπεραία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. περαία
(ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.
β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το τμήμα ενός τόπου το οποίο βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ περαία τῆς Βοιωτίης χώρης» — το τμήμα της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη Χαλκίδα, Ηρόδ.)
γ) (με γεν. αντικειμενική) ο τόπος που βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ τῶν Ῥοδίων περαία», η ασιατική χώρα που κείται απέναντι από τη Ρόδο, Στράβ.)
3. φρ. «περαιότερόν τι»
(με σημ. συγκριτικού) το μέρος που κείται πιο πέρα από κάποιο άλλο, το πιο πέρα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. εδρ-αίος)].

Greek Monotonic

περαῖος: -α, -ον (πέραν), αυτός που βρίσκεται στην άλλη πλευρά· ως ουσ. ἡπεραίη (ενν. γῆ, χῶρα), η απέναντη χώρα, η χώρα στην απέναντι όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης, το μέρος της Βοιωτίας που βρίσκεται απέναντι (από τη Χαλκίδα), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα τῶν Τενεδίων, η ακτή (της Ασίας) απέναντι από την Τένεδο, σε Στράβ.