χρύσωμα: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χρυσῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σφράγισμα]] δοντιού με χρυσό<br /><b>2.</b> χρυσό [[στόλισμα]], χρυσό [[ποίκιλμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επικάλυψη]] μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με [[στρώμα]] χρυσού, [[επιχρύσωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύος]] κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων [[πλῆθος]]», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[χρυσῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σφράγισμα]] δοντιού με χρυσό<br /><b>2.</b> χρυσό [[στόλισμα]], χρυσό [[ποίκιλμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επικάλυψη]] μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με [[στρώμα]] χρυσού, [[επιχρύσωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύος]] κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων [[πλῆθος]]», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρύσωμα:''' -ατος, τό ([[χρυσόω]]), κατεργασμένος [[χρυσός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is made of gold, wrought gold, E.Ion1030, 1430; χρυσώματα gold plate, Lys.Fr.56, OGI214.26 (Didyma, iii B. C.), Plb.30.25.16.
German (Pape)
[Seite 1383] τό, das von Gold Verfertigte, Goldgeschirr, Goldarbeit; Eur. Ion 1430; Pol. 31, 3,16.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσωμα: τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος χρυσός, Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet en or.
Étymologie: χρυσόω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [[χρυσῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. το σφράγισμα δοντιού με χρυσό
2. χρυσό στόλισμα, χρυσό ποίκιλμα
νεοελλ.-μσν.
επικάλυψη μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με στρώμα χρυσού, επιχρύσωση
αρχ.
σκεύος κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων πλῆθος», Πολ.).