χρύσωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χρυσῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σφράγισμα]] δοντιού με χρυσό<br /><b>2.</b> χρυσό [[στόλισμα]], χρυσό [[ποίκιλμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επικάλυψη]] μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με [[στρώμα]] χρυσού, [[επιχρύσωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύος]] κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων [[πλῆθος]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χρυσῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σφράγισμα]] δοντιού με χρυσό<br /><b>2.</b> χρυσό [[στόλισμα]], χρυσό [[ποίκιλμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επικάλυψη]] μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με [[στρώμα]] χρυσού, [[επιχρύσωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύος]] κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων [[πλῆθος]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρύσωμα:''' -ατος, τό ([[χρυσόω]]), κατεργασμένος [[χρυσός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωμα Medium diacritics: χρύσωμα Low diacritics: χρύσωμα Capitals: ΧΡΥΣΩΜΑ
Transliteration A: chrýsōma Transliteration B: chrysōma Transliteration C: chrysoma Beta Code: xru/swma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is made of gold, wrought gold, E.Ion1030, 1430; χρυσώματα gold plate, Lys.Fr.56, OGI214.26 (Didyma, iii B. C.), Plb.30.25.16.

German (Pape)

[Seite 1383] τό, das von Gold Verfertigte, Goldgeschirr, Goldarbeit; Eur. Ion 1430; Pol. 31, 3,16.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσωμα: τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος χρυσός, Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet en or.
Étymologie: χρυσόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[χρυσῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. το σφράγισμα δοντιού με χρυσό
2. χρυσό στόλισμα, χρυσό ποίκιλμα
νεοελλ.-μσν.
επικάλυψη μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με στρώμα χρυσού, επιχρύσωση
αρχ.
σκεύος κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων πλῆθος», Πολ.).

Greek Monotonic

χρύσωμα: -ατος, τό (χρυσόω), κατεργασμένος χρυσός, σε Ευρ.