ὑπεροπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπεροπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερόπτης]] / [[ὑπέροπτος]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[συνήθεια]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, [[αλαζονικός]], [[υπερφίαλος]] («υπεροπτικό [[φέρσιμο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από το οπτικό [[χίασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπεροπτικώς]] / <i>ὑπεροπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπεροπτικά</i> Ν<br />με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπεροπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερόπτης]] / [[ὑπέροπτος]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[συνήθεια]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, [[αλαζονικός]], [[υπερφίαλος]] («υπεροπτικό [[φέρσιμο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από το οπτικό [[χίασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπεροπτικώς]] / <i>ὑπεροπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπεροπτικά</i> Ν<br />με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεροπτικός:''' -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, [[περιφρονητικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροπτικός Medium diacritics: ὑπεροπτικός Low diacritics: υπεροπτικός Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyperoptikós Transliteration B: hyperoptikos Transliteration C: yperoptikos Beta Code: u(peroptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, disdainful, Isoc.1.30, 12.241, Luc.Nigr.1, etc.; ἠπείλησεν ὑπεροπτικά Id.DDeor.21.1; τὸ -ώτατον D.17.26. Adv. -κῶς X.HG7.1.18, Str.8.6.23: Comp. -ώτερον Plb. 5.46.6: Sup. -ώτατα D.C.49.7.    2 c. gen., ἀδικία ἕξις ὑ. νόμων Pl.Def.416a.

German (Pape)

[Seite 1199] ή, όν, Andere zu verachten od. verächtlich zu behandeln gewohnt, dazu geneigt; Isocr. 1, 30; Plat. defin. 416; τοῦ πλείονος, Aristipp. bei D. L. 2, 72; – adv. ὑπεροπτικῶς, τινός, Xen. Hell. 7, 1, 18; ὑπεροπτικώτερον χρῆσθαι τοῖς φίλοις Pol. 5, 46, 6; Luc. Nigr. 1 D. D. 22 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροπτικός: -ή, -όν, καταφρονητικός, περιφρονητικός, ὑπερήφανος, Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) μετὰ γεν., ἀδικία ἕξις ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
méprisant, dédaigneux de, gén;
Sp.
ὑπεροπτικώτατος.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπεροπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερόπτης / ὑπέροπτος
αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό φέρσιμο»)
2. ανατ. αυτός που βρίσκεται πάνω από το οπτικό χίασμα.
επίρρ...
υπεροπτικώς / ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Ν
με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.

Greek Monotonic

ὑπεροπτικός: -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, περιφρονητικός, καταφρονητικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -κῶς, σε Ξεν.