προφυτεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[φυτεύω]] [[προηγουμένως]], [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκατασκευάζω]] («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[φυτεύω]] [[προηγουμένως]], [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκατασκευάζω]] («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προφῠτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φυτεύω]] από [[πριν]]· μεταφ., [[προκατασκευάζω]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφῠτεύω Medium diacritics: προφυτεύω Low diacritics: προφυτεύω Capitals: ΠΡΟΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: prophyteúō Transliteration B: prophyteuō Transliteration C: profyteyo Beta Code: profuteu/w

English (LSJ)

   A plant before, Gp.5.11.4 (Pass.): metaph., engender, S.El.198 (anap.).

German (Pape)

[Seite 798] vor oder vorher pflanzen, u. übertr., vorher bereiten, Soph. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

προφῠτεύω: φυτεύω πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.

French (Bailly abrégé)

planter ou semer auparavant, fig. engendrer.
Étymologie: πρό, φυτεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
αρχ.
προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω από πριν· μεταφ., προκατασκευάζω, σε Σοφ.