σχολαῖος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με [[βραδύτητα]] ή αυτός που γίνεται με [[αργό]] ρυθμό, [[νωχελικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχολαίως]] Α<br />με [[οκνηρία]], με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[απραξία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπουδ</i>-<i>αῖος</i>)]. | |mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με [[βραδύτητα]] ή αυτός που γίνεται με [[αργό]] ρυθμό, [[νωχελικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σχολαίως]] Α<br />με [[οκνηρία]], με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[απραξία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπουδ</i>-<i>αῖος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχολαῖος:''' -α, -ον ([[σχολή]]), αυτός που κάνει [[κάτι]] με την [[ησυχία]] του, [[βραδύς]], [[αργός]], [[βραδυκίνητος]], [[νωθρός]], αργοκίνητος, [[ράθυμος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ.· συγκρ. <i>σχολαίτερα</i>, σε Ηρόδ.· ή <i>-αίτερον</i>, σε Θουκ.· υπερθ. <i>-αίτατα</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A leisurely, tardy, σ. κομισθῆναι to go leisurely, Th.3.29; σ. ποιεῖν τὴν πορείαν X.An.4.1.13; σχολαίτεραι ἀπαλλαγαί Hp.Dieb.Judic.10; βίος Plu.2.603e. Adv. -αίως X.An.1.5.8, Arist.EN1171b24, etc.: Comp. σχολαίτερα Hdt.9.6; -αίτερον Th.4.47, Pl.R.610d: Sup. -αίτατα X.HG6.3.6; but also σχολαιότερον, -ότατα, Id.An.1.5.9, Lac.11.3, Gal.6.391 (Adj.); -οτέρως Dsc.Ther.Praef.
German (Pape)
[Seite 1058] müßig, ruhig, auch langsam, träge; compar. σχολαίτερος, Her. 9, 6 im adv. σχολαίτερα, θᾶττον ἢ σχολαίτερον Plat. Rep. X, 610, d, wie Thuc. 7, 15; σχολαίαν ἔπ οίουν τὴν πορείαν πολλὰ ὄντα τὰ ὑποζύγια, Xen. An. 4, 1, 13; σχολαιότατα Lac. 11, 3, u. σχολαιότερον, im Ggstz von θᾶττον, An. 1, 5, 9; aber σχολαίτατα, im Ggstz von τάχιστα, Hell. 6, 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαῖος: -α, -ον, (σχολή) ὁ σχολῇ ποιῶν τι, βραδύς, ἀργός, ἀργοκίνητος, σχολ. κομισθῆναι, πορευθῆναι βραδέως, Θουκ. 3. 29· σχολαίαν ποιεῖν τὴν πορείαν Ξενοφ. Ἀνάβ. 4. 1, 13· σχολ. ἀπαλλαγαὶ Ἱππ. 58. 35· βίος Πλούτ. 2. 603Ε. - Ἐπίρρ. -ως, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, Ἀριστ., κλπ. - Συγκρ. σχολαίτερα Ἡρόδ. 9. 6· ἢ -αίτερον, Θουκ. 4. 47, Πλάτ. Πολ. 610D· ὑπερθετ. -αίτατα, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· - ἐσχηματίσθη ἐκ τῆς δοτ. σχολῇ (-ηι, -αι), ὡς τὸ παλαίτερος ἐκ τοῦ πάλαι· ἀλλ’ ὡσαύτως σχολαιότερον, -ότατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5, 9, Λακ. 11, 3· - -οτέρως Διοσκ. π. Δηλητηρ. Φαρμ. ἐν τῷ προοιμ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui est de loisir, qui agit à loisir, qui prend son temps, qui ne se presse pas;
2 calme, tranquille.
Étymologie: σχολή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός.
επίρρ...
σχολαίως Α
με οκνηρία, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδ-αῖος)].
Greek Monotonic
σχολαῖος: -α, -ον (σχολή), αυτός που κάνει κάτι με την ησυχία του, βραδύς, αργός, βραδυκίνητος, νωθρός, αργοκίνητος, ράθυμος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -ως, στον ίδ.· συγκρ. σχολαίτερα, σε Ηρόδ.· ή -αίτερον, σε Θουκ.· υπερθ. -αίτατα, σε Ξεν.