τροχίζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και τρουχίζω και [[τροχάω]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακονίζω]] κοπτικό [[εργαλείο]], [[μαχαίρι]] ή [[ψαλίδι]], με τον ακονιστικό τροχό ή με την [[ακόνη]] («παν' να τροχίσουν τα [[σπαθιά]], να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καθαρίζω]] και [[λειαίνω]] [[δόντι]] με τον τροχό<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]], τον [[κάνω]] ικανό («το [[μυαλό]] του δεν τροχίζεται εύκολα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] κάποιον στον τροχό, τον [[βασανίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρασύρω]] κάποιον με τον τροχό και του [[προκαλώ]] σωματικές κακώσεις, τον [[τσαλαπατώ]]<br /><b>3.</b> [[βάζω]] ρόδες, [[εφοδιάζω]] με τροχούς<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τροχίζομαι</i><br />α) βασανίζομαι, [[υφίσταμαι]] σωματικά βασανιστήρια στον τροχό<br />β) <b>συνεκδ.</b> ταλαιπωρούμαι πολύ<br />γ) [[γυρίζω]] και [[κυλώ]] σαν [[ρόδα]], περιστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]]. Ο νεοελλ. τ. [[τροχάω]], [[κατά]] τα νεοασυναίρετα (<b>πρβλ.</b> [[σφυράω]]: [[σφυρίζω]]), ενώ ο τ. <i>τρουχίζω</i> με [[κώφωση]] (<b>πρβλ.</b> [[κουδούνι]]: [[κώδων]])].
|mltxt=ΝΜΑ, και τρουχίζω και [[τροχάω]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακονίζω]] κοπτικό [[εργαλείο]], [[μαχαίρι]] ή [[ψαλίδι]], με τον ακονιστικό τροχό ή με την [[ακόνη]] («παν' να τροχίσουν τα [[σπαθιά]], να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καθαρίζω]] και [[λειαίνω]] [[δόντι]] με τον τροχό<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]], τον [[κάνω]] ικανό («το [[μυαλό]] του δεν τροχίζεται εύκολα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] κάποιον στον τροχό, τον [[βασανίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρασύρω]] κάποιον με τον τροχό και του [[προκαλώ]] σωματικές κακώσεις, τον [[τσαλαπατώ]]<br /><b>3.</b> [[βάζω]] ρόδες, [[εφοδιάζω]] με τροχούς<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τροχίζομαι</i><br />α) βασανίζομαι, [[υφίσταμαι]] σωματικά βασανιστήρια στον τροχό<br />β) <b>συνεκδ.</b> ταλαιπωρούμαι πολύ<br />γ) [[γυρίζω]] και [[κυλώ]] σαν [[ρόδα]], περιστρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]]. Ο νεοελλ. τ. [[τροχάω]], [[κατά]] τα νεοασυναίρετα (<b>πρβλ.</b> [[σφυράω]]: [[σφυρίζω]]), ενώ ο τ. <i>τρουχίζω</i> με [[κώφωση]] (<b>πρβλ.</b> [[κουδούνι]]: [[κώδων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>τροχιῶ</i>, ([[τροχός]]), [[στρέφω]] κάποιον γύρω από τον τροχό, [[βασανίζω]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχίζω Medium diacritics: τροχίζω Low diacritics: τροχίζω Capitals: ΤΡΟΧΙΖΩ
Transliteration A: trochízō Transliteration B: trochizō Transliteration C: trochizo Beta Code: troxi/zw

English (LSJ)

fut. Att. -ιῶ AP (v. infr.): (τροχός) :—

   A break on the wheel, torture, D.S.20.71, AP5.180 (Asclep.) :—Pass., Antipho 1.20, Arist. EN1153b19; = ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι, Phryn.PS p.114B.    II furnish with wheels, Bito 58.3 (Pass.).    III Pass., run round, or perh. take carriage exercise, Arist.Pr.935b29.

Greek (Liddell-Scott)

τροχίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, βασανίζω, Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς τροχός, τρέχω, περιτρέχω, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 garnir de roues;
2 rouer, livrer au supplice de la roue;
3 écraser sous les roues;
II. intr. tourner comme une roue.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν
νεοελλ.
1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν' να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι)
2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό
3. μτφ. εξασκώ κάποιον ή κάτι, τον κάνω ικανό («το μυαλό του δεν τροχίζεται εύκολα»)
αρχ.
1. δένω κάποιον στον τροχό, τον βασανίζω
2. παρασύρω κάποιον με τον τροχό και του προκαλώ σωματικές κακώσεις, τον τσαλαπατώ
3. βάζω ρόδες, εφοδιάζω με τροχούς
4. παθ. τροχίζομαι
α) βασανίζομαι, υφίσταμαι σωματικά βασανιστήρια στον τροχό
β) συνεκδ. ταλαιπωρούμαι πολύ
γ) γυρίζω και κυλώ σαν ρόδα, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος. Ο νεοελλ. τ. τροχάω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω), ενώ ο τ. τρουχίζω με κώφωση (πρβλ. κουδούνι: κώδων)].

Greek Monotonic

τροχίζω: μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.