συνεκβάλλω: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐκβάλλω]]<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], χύνομαι [[μαζί]] με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον [[μαζί]] ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ [[ἐκβάλλω]]<br />[[αποβάλλω]] [[κάτι]] συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], χύνομαι [[μαζί]] με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον [[μαζί]] ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεκβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βγάζω]] έξω, [[εκβάλλω]], [[πετώ]] έξω, [[εκδιώκω]] μαζί με κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπράττω]] στην [[εξαγωγή]] ή την [[έξωση]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A cast out along with, τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Hdt.3.108; τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud.804b9; of the effects of sneezing, Gal.2.883, Aët.6.97. 2 assist in casting out or expelling, X.HG3.2.13, 6.5.33; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Arist.Pol.1304a32. II intr. of a river, discharge itself together, Ael.NA14.23.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. βάλλω), mit od. zugleich herauswerfen, vertreiben; Xen. Hell. 3, 2, 13. 6, 5, 33 u. Folgde; τινί τινα, Pol. 3, 49, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκβάλλω: ἐκβάλλω ὁμοῦ μετά τινος, τίκτουσα γὰρ (ἡ λέαινα) συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Ἡρόδ. 3. 108· Περίανδρον συνεκβαλὼν τοῖς ἐπιθεμένοις ὁ δῆμος, ἐκβαλὼν τὸν Περίανδρον ὁ δῆμος μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἐπιτεθέντων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 9· δασεῖαί εἰσι τῶν φωνῶν ὅσαις ἔσωθεν τὸ πνεῦμα εὐθέως συνεκβάλλομεν μετὰ τῶν φθόγγων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 70. 2) συνεργῶ εἰς ἐκβολὴν ἢ ἔξωσιν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13., 6. 5, 33, Ἀριστ. Πολιτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐκρέω, χύνομαι ὁμοῦ μετά τινος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 23.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 chasser ou repousser ensemble : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à repousser, à chasser;
II. intr. se jeter ensemble dans en parl. de fleuves.
Étymologie: σύν, ἐκβάλλω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐκβάλλω
αποβάλλω κάτι συγχρόνως
νεοελλ.-αρχ.
(αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)
αρχ.
εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», Ξεν.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐκβάλλω
αποβάλλω κάτι συγχρόνως
νεοελλ.-αρχ.
(αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.)
αρχ.
εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν Ἀθήνηθεν», Ξεν.).
Greek Monotonic
συνεκβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. βγάζω έξω, εκβάλλω, πετώ έξω, εκδιώκω μαζί με κάποιον, τί τινι, σε Ηρόδ.
2. συμπράττω στην εξαγωγή ή την έξωση, σε Ξεν.