προπίτνω: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(34)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πέφτω]] [[πρηνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίτνω]], ποιητ. τ. του [[πίπτω]].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πέφτω]] [[πρηνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίτνω]], ποιητ. τ. του [[πίπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπίτνω:''' ποιητ. αντί [[προπίπτω]], [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[πρηνής]], <i>ἐς γᾶν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπίτνω Medium diacritics: προπίτνω Low diacritics: προπίτνω Capitals: ΠΡΟΠΙΤΝΩ
Transliteration A: propítnō Transliteration B: propitnō Transliteration C: propitno Beta Code: propi/tnw

English (LSJ)

   A fall prostrate, ἐς γᾶν A.Pers.588 (lyr.); of a suppliant, S.El.1380.

Greek (Liddell-Scott)

προπίτνω: πίπτω πρηνής, προσπίπτω, ἐς γᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 588 ἐπὶ ἱκέτου, Σοφ. Ἠλ. 1380. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λέξ. πίτνω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
tomber en avant ; particul. tomber à genoux en suppliant.
Étymologie: πρό, πίτνω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πίτνω, ποιητ. τ. του πίπτω.

Greek Monotonic

προπίτνω: ποιητ. αντί προπίπτω, πέφτω στα γόνατα, πρηνής, ἐς γᾶν, σε Αισχύλ., Σοφ.