ἀντέρως: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀντέρως]])<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμοιβαίος]] [[έρωτας]], [[έρωτας]] με [[ανταπόκριση]]. | |mltxt=ο (Α [[ἀντέρως]])<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμοιβαίος]] [[έρωτας]], [[έρωτας]] με [[ανταπόκριση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντέρως:''' -ωτος, ὁ, [[έρωτας]] σε [[ανταπόδοση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ωτος, ὁ,
A return-love, love-for-love, Pl.Phdr.255d, Ach.Tat. 1.9, Them.Or.24.305a. II Anteros, personified as a god who avenged slighted love, Paus.1.30.1, etc.:—but also (as it seems) a god who struggled against Ἔρως, Id.6.23.5. III name of a gem, Plin. HN37.123 (pl.).
German (Pape)
[Seite 247] ωτος, ὁ, Gegenliebe, Plat. Phaedr. 255 d, richtig von Bekk. für ἀντ' ἔρωτος geschrieben; vgl. Plut. Alc. 4. S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέρως: -ωτος, ὁ ἀμοιβαῖος ἔρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 225D, Βεκκ. Ἀχ. Τάτ. 1. 9. ΙΙ. Ἀντέρως, κατὰ προσωποποίησιν, θεὸς τιμωρῶν τοὺς περιφρονοῦντας τὸν ἔρωτα, Παυσ. 1. 30, 1, κτλ.· ὁ τοῦ Ὀβιδίου Deus ultor (Μεταμορφ. 14. 750), πρβλ. Κικ. N. D. 3. 23: ― ἀλλ’ ὡσαύτως (ὡς φαίνεται) θεὸς ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τοῦ Ἔρωτος Παυσ. 6. 23, 5. ― Περὶ παραστάσεων τοῦ Ἀντέρωτος ἐν ἔργοις τῆς τέχνης, ἴδε Μυλλέρου Ἀρχ. Τεχν. § 391. 8.
Spanish (DGE)
-ωτος, ὁ
1 amor dado en correspondencia, εἴδωλον ἔρωτος ἀντέρωτα ἔχων Pl.Phdr.255d, τὸ συνειδὸς τοῦ φιλεῖσθαι τίκτει ... ἀντέρωτα Ach.Tat.1.9.6, cf. Ael.NA 2.6.
2 especie de amatista Plin.HN 37.123 (plu.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀντέρως)
ονομασία πολύτιμου λίθου
αρχ.
αμοιβαίος έρωτας, έρωτας με ανταπόκριση.
Greek Monotonic
ἀντέρως: -ωτος, ὁ, έρωτας σε ανταπόδοση, σε Πλάτ.