ἀνήνοθε: Difference between revisions

From LSJ
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=perf. ép.<br /><b class="num">1</b> c. valor de pasado [[brotar]], [[manar]] αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀ. ἐξ ὠτειλῆς la sangre aún caliente manaba de la herida</i>, <i>Il</i>.11.266.<br /><b class="num">2</b> c. valor de pres. [[subir]] κνίση μὲν ἀνήνοθεν (u.l.) <i>Od</i>.17.270.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Suele considerarse relacionada con la raíz de [[ἄνθος]], q.u.
|dgtxt=perf. ép.<br /><b class="num">1</b> c. valor de pasado [[brotar]], [[manar]] αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀ. ἐξ ὠτειλῆς la sangre aún caliente manaba de la herida</i>, <i>Il</i>.11.266.<br /><b class="num">2</b> c. valor de pres. [[subir]] κνίση μὲν ἀνήνοθεν (u.l.) <i>Od</i>.17.270.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Suele considerarse relacionada con la raíz de [[ἄνθος]], q.u.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήνοθε:''' Επικ. παρακ. με αορ. [[σημασία]], [[αἷμα]] ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, [[αίμα]] που ανέβλυζε από την [[πληγή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[κνίση]] ἀνήνοθεν, η [[τσίκνα]] ανέβαινε, σε Ομήρ. Οδ. [σχημ. όπως το <i>*ἀνέθω</i> ([[ἀνά]]), [[ανέρχομαι]], ανυψώνομαι, πρβλ. [[ἐνήνοθε]].
}}
}}

Revision as of 20:26, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήνοθε Medium diacritics: ἀνήνοθε Low diacritics: ανήνοθε Capitals: ΑΝΗΝΟΘΕ
Transliteration A: anḗnothe Transliteration B: anēnothe Transliteration C: aninothe Beta Code: a)nh/noqe

English (LSJ)

Ep. pf. used like an aor.: αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς blood

   A gushed forth from the wound, Il.11.266; κνίση ὲν ἀνήνοθεν the savour mounted up, Od.17.270 (ἐνήνοθε Aristarch.).

German (Pape)

[Seite 229] es dringt hervor (ἄνθω, ἄνθος, vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, ὄφρα οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήνοθε: Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αἷμα ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, ἀνέρχομαι, ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ ἐνήνοθε θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι ἐντός, πρβλ. ἐνήνοχα ἐκ τοῦ *ἐνέκω, ἐδήδοκα ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα ταῦτα ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, ὅπως τὸ ἄντομαι ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ μᾶλλον ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα εἶναι πρκμ. τοῦ ἀνθέω (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d’un prés. ou d’ao.
jaillir.
Étymologie: DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.

Spanish (DGE)

perf. ép.
1 c. valor de pasado brotar, manar αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀ. ἐξ ὠτειλῆς la sangre aún caliente manaba de la herida, Il.11.266.
2 c. valor de pres. subir κνίση μὲν ἀνήνοθεν (u.l.) Od.17.270.

• Etimología: Suele considerarse relacionada con la raíz de ἄνθος, q.u.

Greek Monotonic

ἀνήνοθε: Επικ. παρακ. με αορ. σημασία, αἷμα ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αίμα που ανέβλυζε από την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.· κνίση ἀνήνοθεν, η τσίκνα ανέβαινε, σε Ομήρ. Οδ. [σχημ. όπως το *ἀνέθω (ἀνά), ανέρχομαι, ανυψώνομαι, πρβλ. ἐνήνοθε.