τραγέλαφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />μυθικό ζώο με [[σώμα]] ελαφιού και τράγου συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] αντιλόπης της Αφρικής με δύο είδη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αλλόκοτο, τερατώδες [[πράγμα]] («η [[υπόθεση]] κατάντησε [[σωστός]] [[τραγέλαφος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αραβία ή [[κοντά]] στον ποταμό Φάσι) [[είδος]] ζώου, πιθ. [[ελάφι]] ή πωγωνοφόρο [[ζαρκάδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτηριού με ανάγλυφη [[παράσταση]] του [[παραπάνω]] ζώου στην πρόσθια επιφάνειά του ή [[ποτήρι]] με [[σχήμα]] όμοιο με το [[σχήμα]] του ζώου [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαφος]]. Τη λ., δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>tragelaphus</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />μυθικό ζώο με [[σώμα]] ελαφιού και τράγου συγχρόνως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] αντιλόπης της Αφρικής με δύο είδη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αλλόκοτο, τερατώδες [[πράγμα]] («η [[υπόθεση]] κατάντησε [[σωστός]] [[τραγέλαφος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αραβία ή [[κοντά]] στον ποταμό Φάσι) [[είδος]] ζώου, πιθ. [[ελάφι]] ή πωγωνοφόρο [[ζαρκάδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτηριού με ανάγλυφη [[παράσταση]] του [[παραπάνω]] ζώου στην πρόσθια επιφάνειά του ή [[ποτήρι]] με [[σχήμα]] όμοιο με το [[σχήμα]] του ζώου [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαφος]]. Τη λ., δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>tragelaphus</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγέλᾰφος:''' ὁ, [[τράγος]] και [[ελάφι]], όπως οι Έλληνες καλούσαν ένα φανταστικό ζώο, το οποίο απεικονίζονταν στα χαλιά της Ανατολής και σε άλλα παρόμοια, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραγέλᾰφος Medium diacritics: τραγέλαφος Low diacritics: τραγέλαφος Capitals: ΤΡΑΓΕΛΑΦΟΣ
Transliteration A: tragélaphos Transliteration B: tragelaphos Transliteration C: tragelafos Beta Code: trage/lafos

English (LSJ)

ὁ,

   A goat-stag, a fantastic animal, represented on Eastern carpets and the like, Ar.Ra.937; οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν Pl.R.488a, cf. Arist.APr.49a24, APo.92b7; ποῦ ἐστὶ τ. ἢ σφίγξ; Id.Ph.208a30.    2 a drinking-cup, which had such a creature worked in relief on the fore-part, or was itself in this shape, Antiph. 224.4, Diph.80, Men.24, etc.; so θρόνος . . ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι D.S.18.26; as a signet, IG22.1388.62, Inscr.Délos 442 B191 (ii B. C.).    3 a what's-itsname, thingumbob, τίθεται (sc. σκινδαψός) καὶ κατ' οὐδενὸς (fort. καὶ ἐπὶ τοῦ δεῖνος legend.) ὡς τὸ τραγέλαφος St.Byz. s.v. Γαληψός.    II later, a real animal of Arabia, or on the Phasis, prob. a kind of wild goat or antelope, LXX Jb.39.1, D.S.2.51, Plin.HN8.120, etc.

German (Pape)

[Seite 1132] ὁ, der Bockhirsch, ein phantastisch gebildetes Thier, das den Griechen nur aus Abbildungen auf Teppichen und andern Kunsterzeugnissen des Orients bekannt war, Ar. Ran. 935; ausdrücklich als fabelhaftes Wesen mit Kentauren zusammengestellt von Plat. Rep. VI, 488 a; Arist. ausc. phys. 4, 1. – Daher auch ein Trinkgeschirr, auf dem das Vordertheil eines solchen Bockhirsches in erhabener Arbeit dargestellt war, Ath. XI, 484 d; Antiphan. ib. 500 e; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 305. – Späterhin wird ein wirkliches Thier in Arabien od. am Phafis damit bezeichnet, wahrscheinlich eine Antilopen- od. Gazellenart mit einem Bocksbart, D. Sic. 2, 51. – Auch der päonische Stier, vielleicht der Auerochs oder Bison.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγέλαφος: ὁ, φανταστικόν τι ζῷον, τράγος ἅμα καὶ ἔλαφος, ὅπερ ἀπεικονίζετο εἰς τάπητας ἐξ Ἀνατολῆς καὶ τὰ ὅμοια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 937· κἀκτυπωμάτων πρόσωπα, τραγέλαφοι, λαβρώνια Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4· τραγέλαφοι καὶ κένταυροι ῥητῶς μνημονεύονται ὡς μυθικὰ πλάσματα ἐν Πλάτ. Πολ. 488Α, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. Ι. 38, 2, Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 7, 2· ποῦ ἐστί τρ. ἢ σφίγξ; ὁ αὐτ. ἐν Φυσικ. 4. 1, 1. 2) ποτήριον ἔχον ἐπὶ τῆς κατὰ μέτωπον ἐπιφανείας εἰργασμένον ἐν ἀναγλύφῳ τοιοῦτον ζῷον, ἢ ἔχον τὸ σχῆμα τοῦ ζῴου τούτου, Ἀντιφ. (ἐν «Χρυσίδι» 1) παρ’ Ἀθην. 500D, Ε· πρβλ. ὄνος VII. 3· οὕτω, θρόνος... ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι Διόδ. 18. 26 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 11., 2852, 39. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ζῷόν τι πράγματι ὑπάρχον ἐν Ἀραβίᾳ ἢ παρὰ τὸν Φᾶσιν, πιθανῶς εἶδος ἐλάφου ἢ δορκάδος πωγωνοφόρου, Διόδ. 2. 51, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 1), Plin. Ν. Η. 8. 33, κλπ.· - καλεῖται καὶ ζόμβρος ἔν τινι γλωσσ. ἐν τῇ του Morelli Bibl. 1, σ. 59.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
demi-bouc, demi-cerf, animal fabuleux (~dahut).
Étymologie: τράγος, ἔλαφος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μυθικό ζώο με σώμα ελαφιού και τράγου συγχρόνως
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος αντιλόπης της Αφρικής με δύο είδη
2. μτφ. αλλόκοτο, τερατώδες πράγμα («η υπόθεση κατάντησε σωστός τραγέλαφος»)
αρχ.
1. (στην Αραβία ή κοντά στον ποταμό Φάσι) είδος ζώου, πιθ. ελάφι ή πωγωνοφόρο ζαρκάδι
2. είδος ποτηριού με ανάγλυφη παράσταση του παραπάνω ζώου στην πρόσθια επιφάνειά του ή ποτήρι με σχήμα όμοιο με το σχήμα του ζώου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἔλαφος. Τη λ., δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. νεολατ. tragelaphus].

Greek Monotonic

τρᾰγέλᾰφος: ὁ, τράγος και ελάφι, όπως οι Έλληνες καλούσαν ένα φανταστικό ζώο, το οποίο απεικονίζονταν στα χαλιά της Ανατολής και σε άλλα παρόμοια, σε Αριστοφ.