καταδουλόω: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=καταδούλω; [[future]] καταδουλώσω; 1aor [[middle]] κατεδουλωσαμην; ([[κατά]] [[under]] ([[see]] [[κατά]], III:3)); (from [[Herodotus]] [[down]]); to [[bring]] [[into]] [[bondage]], [[enslave]]: τινα, L T Tr WH; Winer s Grammar, 255f (240)); [[middle]] to [[enslave]] to [[oneself]], [[bring]] [[into]] [[bondage]] to [[oneself]]: R G. | |txtha=καταδούλω; [[future]] καταδουλώσω; 1aor [[middle]] κατεδουλωσαμην; ([[κατά]] [[under]] ([[see]] [[κατά]], III:3)); (from [[Herodotus]] [[down]]); to [[bring]] [[into]] [[bondage]], [[enslave]]: τινα, L T Tr WH; Winer s Grammar, 255f (240)); [[middle]] to [[enslave]] to [[oneself]], [[bring]] [[into]] [[bondage]] to [[oneself]]: R G. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταδουλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]] σε [[δουλεία]], [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., <i>καταδεδούλωντο</i>, <i>κατεδουλώθησαν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., κάνω κάποιον δούλο μου, [[υποδουλώνω]], [[εξανδραποδίζω]], στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως και στον Παθ. παρακ., σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποδουλώνω]], [[κυριεύω]], [[κατακτώ]] το [[πνεύμα]] — Παθ., σε Ξεν., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A reduce to slavery, enslave, Ἀθήνας Hdt.6.109; τὴν Ἑλλάδα Id.8.144; Ἀθηναίοις κ. Κέρκυραν Th.3.70; νῆσον βασιλεῖ Isoc.9.20:—Pass., κατεδεδούλωντο Hdt.5.116; κατεδουλώθησαν Id.6.32; καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Pl.Smp.219e: abs., Lys.18.5. 2 more freq. in Med., make a slave to oneself, enslave, τὴν μητρόπολιν Hdt.7.51, cf. Pl.R.351b; τινας X.Mem.2.1.13, cf. GDI4982 (Gortyn), PEleph. 3.3 (iii B.C.), etc.; ἡ τύχη τὸ σῶμα κατεδουλώσατο Philem.95.8; τὸ κρέσσον τῷ Χείρονι -εύμενοι (Ion. for -ούμενοι) Eus.Mynd.Fr. 10; κ. τὸν Ἰσραὴλ δουλείαν LXX 1 Ma.8.18; ἔργα ὧν κατεδουλοῦντο αὐτούς ib.Ex.1.14. II metaph., enslave in mind, παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ' εὐτελές Men.338, cf. 2 Ep.Cor.11.20; κ. τὴν ψυχήν PMag.Lond.123.4 (iv/v A.D.); break in spirit, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη App.Pun.81. 2 more freq. in Med., ἡ ἀνάγκη καταδουλοῦται τὴν γνώμην Hp.Fract.15; οἴει τι μᾶλλον καταδουλοῦσθαι ἀνθρώπους τοῦ ἰσχυροῦ φόβου; X.Cyr.3.1.23, cf. E.IA1269; κ. τὰς ψυχάς Isoc.12.178; τὸ λογιστικόν Pl.R.553d; τὰς ἐπιθυμίας Aristox.Fr.Hist. 15.
German (Pape)
[Seite 1347] unterjochen, zum Sklaven machen; Ἀθήνας, im Ggstz von ἐλευθέρας ποιεῖν, Her. 6, 109; Thuc. 3, 70 u. A.; καταδεδουλωμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου Plat. Conv. 219 e. – Häufig im med., sich unterjochen, Her. 7, 51 Xen. Mem. 2, 1, 12 Plat. Menex. 245 u. Folgde; so auch das perf. bei Eur. I. A. 1269; Plat. Menex. 240 a u. Sp., wie D. Sic. 14, 66. – Auch übertr., τὸ λογιστικὸν καταδουλωσάμενος Plat. Rep. VIII, 553 d; τὰς ἐπιθυμίας Aristoxen. bei Ath. XII, 545 ci übh. unterwürfig, knechtisch gesinnt machen, Xen. Cyr. 3, 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
καταδουλόω: ἄγω εἰς δουλείαν, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 109· τὴν Ἑλλάδα 8. 144· Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν Θουκ. 3. 70, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Ε. ― Παθ., καταδεδούλωντο Ἡρόδ. 5. 116· κατεδουλώθησαν 6. 22· καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Πλάτ. Συμπ. 219Ε, πρβλ. Λυσ. 149. 39. 2) εὐχρηστότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κάμνω τινὰ δοῦλον εἰς ἐμαυτόν, ὑποδουλώνω, τὴν μητρόπολιν Ἡρόδ. 7. 51· τινας Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κτλ.· ἡ τύχη… τὸ σῶμα κατεδουλώσατο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 39· οὕτω καὶ παθητ. πρκμ. καταδεδούλωμαι Εὐρ. Ι. Α. 1269, Πλάτ. Πολ. 351Β, Μενέξ. 240Α· δουλείαν κ. τινα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΘ΄, 18). ΙΙ. ὑποδουλώνω τὸ πνεῦμα, ἐξασθενῶ, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ ἀνάγκη Ἀππ. Καρχηδ. 81. ― Παθ., Ξεν. Κυρ. 3. 1, 23, Πλάτ., κλ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταδουλοῦσθαι τὴν γνώμην Ἱππ. π. Ἀγμ. 762· τὰς ψυχὰς Ἰσοκρ. 270C· τὸ λογιστικὸν Πλάτ. Πολ. 553D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre esclave, asservir;
2 rendre servile et lâche, avilir;
Moy. καταδουλόομαι-οῦμαι asservir pour soi, soumettre, acc..
Étymologie: κατά, δουλόω.
English (Strong)
from κατά and δουλόω; to enslave utterly: bring into bondage.
English (Thayer)
καταδούλω; future καταδουλώσω; 1aor middle κατεδουλωσαμην; (κατά under (see κατά, III:3)); (from Herodotus down); to bring into bondage, enslave: τινα, L T Tr WH; Winer s Grammar, 255f (240)); middle to enslave to oneself, bring into bondage to oneself: R G.
Greek Monotonic
καταδουλόω: μέλ. -ώσω,
I. 1. οδηγώ σε δουλεία, υποδουλώνω, σκλαβώνω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., καταδεδούλωντο, κατεδουλώθησαν, σε Ηρόδ.
2. Μέσ., κάνω κάποιον δούλο μου, υποδουλώνω, εξανδραποδίζω, στον ίδ., σε Ξεν.· ομοίως και στον Παθ. παρακ., σε Ευρ., Πλάτ.
II. υποδουλώνω, κυριεύω, κατακτώ το πνεύμα — Παθ., σε Ξεν., Πλάτ.