συνεδρία: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[συνέδρα]] Α [[σύνεδρος]]<br />[[συνέδριο]], [[συνεδρίαση]], [[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντροφιά]], [[παρέα]] [[φίλων]] («ἡ [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] [[συνεδρεία]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το να κατέχει [[κανείς]] το [[αξίωμα]] του συνέδρου<br /><b>3.</b> (για πτηνά) [[συναγελασμός]]<br /><b>4.</b> (ειδικά) η [[συνεδρίαση]] της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. | |mltxt=η, ΝΑ, και [[συνέδρα]] Α [[σύνεδρος]]<br />[[συνέδριο]], [[συνεδρίαση]], [[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντροφιά]], [[παρέα]] [[φίλων]] («ἡ [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] [[συνεδρεία]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το να κατέχει [[κανείς]] το [[αξίωμα]] του συνέδρου<br /><b>3.</b> (για πτηνά) [[συναγελασμός]]<br /><b>4.</b> (ειδικά) η [[συνεδρίαση]] της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεδρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να κάθεται [[κάποιος]] μαζί με άλλους, [[φιλικός]] [[κύκλος]], όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· [[συνάθροιση]], [[συναγελασμός]], [[ενστικτώδης]] [[ροπή]] ζώου για συναγελασμό, ομαδικό [[πέταγμα]] πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο [[ευνοϊκός]] [[οιωνός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνέδριο]], [[συμβούλιο]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sitting together, of birds from whose position favourable omens were drawn, A.Pr.492 (pl); τὰς διεδρείας (v.l. διέδρας, διεδρίας) καὶ τὰς συνεδρείας (v.l. συνεδρίας) οἱ μάντεις λαμβάνουσι· δίεδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα Arist.HA608b28, cf. EE1236b10. (The form συνεδρία [ῐ] is corroborated by the metre in A. l.c., and should perh. be restd. in Arist. ll. cc.; but cf. συνεδρεία.)
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rath zu pflegen, Rathssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Thiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Ggstz von διεδρία.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδρία: ἡ, τὸ ὁμοῦ καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― συναγελασμός, ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διεδρία, Αἰσχύλ. Πρ. 492· «ὅθεν καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, συνέδριον, Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· συνεδρία («συνεδρίασις» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν συνεδρία καὶ -εία· ὁ δεύτερος τύπος ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. action de siéger ensemble :
1 assemblée, réunion (d’amis);
2 assemblée délibérante;
II. p. ext. habitude de vivre ensemble, union.
Étymologie: σύνεδρος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και συνέδρα Α σύνεδρος
συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη
αρχ.
1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.)
2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα του συνέδρου
3. (για πτηνά) συναγελασμός
4. (ειδικά) η συνεδρίαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και συνέδρα Α σύνεδρος
συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη
αρχ.
1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.)
2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα του συνέδρου
3. (για πτηνά) συναγελασμός
4. (ειδικά) η συνεδρίαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Greek Monotonic
συνεδρία: ἡ,
I. το να κάθεται κάποιος μαζί με άλλους, φιλικός κύκλος, όμιλος ανθρώπων που κάθονται μαζί, σε Ξεν.· συνάθροιση, συναγελασμός, ενστικτώδης ροπή ζώου για συναγελασμό, ομαδικό πέταγμα πουλιών κατά αγέλες· θεωρείτο ευνοϊκός οιωνός, σε Αισχύλ.
II. συνέδριο, συμβούλιο, σε Αισχίν.