μελῳδός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελῳδός]], -όν)<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> [[λυρικός]] [[ποιητής]] που συνθέτει τη [[μουσική]] τών ποιημάτων του<br /><b>2.</b> [[στιχουργός]] και [[συνθέτης]] εκκλησιαστικών ύμνων, σε [[διάκριση]] από τον υμνογράφο, ο [[οποίος]] γράφει [[αλλά]] δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο [[μελωδός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικοσυνθέτης]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]] («μελῳδοῑς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωμ</i>-[[ωδός]], <i>τραγ</i>-[[ωδός]])].
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελῳδός]], -όν)<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> [[λυρικός]] [[ποιητής]] που συνθέτει τη [[μουσική]] τών ποιημάτων του<br /><b>2.</b> [[στιχουργός]] και [[συνθέτης]] εκκλησιαστικών ύμνων, σε [[διάκριση]] από τον υμνογράφο, ο [[οποίος]] γράφει [[αλλά]] δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο [[μελωδός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικοσυνθέτης]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]] («μελῳδοῑς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωμ</i>-[[ωδός]], <i>τραγ</i>-[[ωδός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελῳδός:''' -όν ([[μέλος]] III, [[ᾄδω]]), [[τραγουδιστής]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδός Medium diacritics: μελῳδός Low diacritics: μελωδός Capitals: ΜΕΛΩΔΟΣ
Transliteration A: melōidós Transliteration B: melōdos Transliteration C: melodos Beta Code: melw|do/s

English (LSJ)

όν,

   A musical, melodious, κύκνος, ὄρνις, E.IT1104 (lyr.), Hel.1109 (lyr.); ἀχήματα Id.IA1045 (lyr.).    II Subst. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Pl.Lg.723d, AJP48.18 (Rome).

German (Pape)

[Seite 129] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; Τήϊος, Anacr. 1, 2; ὄρνις θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδός: -όν, (μέλος Β) ὁ ᾄδων μελῳδικῶς, μουσικός, μελῳδικός, κύκνος, ὄρνις Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Πλάτ. Νόμ. 723D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui chante;
2 mélodieux.
Étymologie: μέλος, ᾄδω.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῑς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμ-ωδός, τραγ-ωδός)].

Greek Monotonic

μελῳδός: -όν (μέλος III, ᾄδω), τραγουδιστής, μουσικός, μελωδικός, σε Ευρ.