ὀτρηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀτρηρός]] -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πρόθυμος]], [[σβέλτος]] («ὀτρηρώ, θεράποντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]], [[οδυνηρός]] («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτρηρῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οτρύνω]]].
|mltxt=[[ὀτρηρός]] -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πρόθυμος]], [[σβέλτος]] («ὀτρηρώ, θεράποντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]], [[οδυνηρός]] («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτρηρῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οτρύνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρηρός:''' -ά, -όν ([[ὀτρύνω]]), [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πολυάσχολος]], [[πρόθυμος]], σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = [[ὀτραλέως]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρηρός Medium diacritics: ὀτρηρός Low diacritics: οτρηρός Capitals: ΟΤΡΗΡΟΣ
Transliteration A: otrērós Transliteration B: otrēros Transliteration C: otriros Beta Code: o)trhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (cf. ὀτρύνω)

   A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735.    II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.

German (Pape)

[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.

English (Autenrieth)

(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.

Greek Monolingual

ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].

Greek Monotonic

ὀτρηρός: -ά, -όν (ὀτρύνω), ταχύς, ευκίνητος, πολυάσχολος, πρόθυμος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = ὀτραλέως, σε Ομήρ. Οδ.