θύος: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(17) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θύος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]], [[ιερή]] [[προσφορά]]<br /><b>2.</b> [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>. Η ονομαστική πληθ. <i>θύεα</i> μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. <i>tuwea</i> «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η [[σημασία]] εξελίχθηκε σε «[[προσφορά]] στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. <i>tus</i> «[[θυμίαμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θύεια]], [[θυέστης]], [[θυήεις]], [[θυία]], <i>θυίς</i>, <i>θυίσκη</i>, [[θυόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυηδόχος]], [[θυηκόος]], [[θυηπολείον]], [[θυηπολία]], [[θυηπολικός]], [[θυηπόλιον]], [[θυηπόλος]], [[θυηπολώ]], [[θυηφάγος]], [[θυοδόκος]], [[θυοσκόος]], [[θυοσκοπία]], [[θυοσκόπος]], [[θυοσκώ]], [[θυοφόρος]], [[θυώδης]]. | |mltxt=[[θύος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]], [[ιερή]] [[προσφορά]]<br /><b>2.</b> [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>. Η ονομαστική πληθ. <i>θύεα</i> μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. <i>tuwea</i> «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η [[σημασία]] εξελίχθηκε σε «[[προσφορά]] στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. <i>tus</i> «[[θυμίαμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θύεια]], [[θυέστης]], [[θυήεις]], [[θυία]], <i>θυίς</i>, <i>θυίσκη</i>, [[θυόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυηδόχος]], [[θυηκόος]], [[θυηπολείον]], [[θυηπολία]], [[θυηπολικός]], [[θυηπόλιον]], [[θυηπόλος]], [[θυηπολώ]], [[θυηφάγος]], [[θυοδόκος]], [[θυοσκόος]], [[θυοσκοπία]], [[θυοσκόπος]], [[θυοσκώ]], [[θυοφόρος]], [[θυώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θύος:''' -εος, τό ([[θύω]] Α), δοτ. πληθ. <i>θύεσσι</i>, Επικ. <i>θυέεσσι</i>, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. <i>θυέων</i>, αιτ. <i>θύη</i>· [[θυσία]], [[προσφορά]], σε Όμηρ., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, (θύω A)
A burnt sacrifice, A.Ag.1409; θύος ὅττι πάχιστον Call.Aet.Oxy.2079.23: but usu. in pl., σὺν θυέεσσι Il.6.270, cf. 9.499; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op.338, cf. Maiist.11; λίσσομ' ὑπὲρ θυέων Od.15.261; θύη πρὸ παίδων A.Eu.835, cf. IG12(5).593.17 (Iulis, V B.C.), Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι Theoc.2.10, cf. Euph.129. 2 later in pl.,= θυμιάματα, Hp. ap. Gal.19.104. II a cake, θύη πέττειν Eup.108.
German (Pape)
[Seite 1226] τό, Räucherwerk, das zum Opfern gebraucht wird, Il. 6, 270, im plur.; Hes. O. 335 ist verbunden μηρία καίειν, ἄλλοτε δὴ σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι; das Opfer übh., Il. 9, 499 Od. 15, 261; Aesch. Eum. 799, der auch den sing. gebraucht, Ag. 1383. Auch sp. D., immer im plur., wie Gaetul. 3 (VI, 190); Theocr. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
θύος: -εος, τό, (θύω) θυσία, προσφορά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σὺν θυέεσσι Ἰλ. Ζ. 270, πρβλ. Ι. 499 (495)· σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· λίσσομ’ ὑπέρ θυέων Ὀδ. Ο. 261· θύη πρὸ παίδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 835. 2) παρὰ μεταγεν., θυμίαμα, Λατ. thus, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Θεόκρ. 2. 10· ἀλλὰ τὸ θυμίαμα εἶναι ἄγνωστον παρ’ Ὁμ., Nitzsch Ὀδ. Ε. 60. ΙΙ. πέμμα, πλακοῦς, θύει πέττειν Εὔπολις ἐν «Δημ.» 22.
French (Bailly abrégé)
ion. θύεος, att. θύους (τό) :
1 bois qui répand une odeur agréable en brûlant, bois parfumé ; postér. encens, parfum;
2 offrande pour un sacrifice ; sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
English (Autenrieth)
εος: pl., burnt-offerings.
Greek Monolingual
θύος, τὸ (Α)
1. θυσία, ιερή προσφορά
2. θυμίαμα
3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε «προσφορά στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. tus «θυμίαμα».
ΠΑΡ. αρχ. θύεια, θυέστης, θυήεις, θυία, θυίς, θυίσκη, θυόεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυηδόχος, θυηκόος, θυηπολείον, θυηπολία, θυηπολικός, θυηπόλιον, θυηπόλος, θυηπολώ, θυηφάγος, θυοδόκος, θυοσκόος, θυοσκοπία, θυοσκόπος, θυοσκώ, θυοφόρος, θυώδης.
Greek Monotonic
θύος: -εος, τό (θύω Α), δοτ. πληθ. θύεσσι, Επικ. θυέεσσι, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. θυέων, αιτ. θύη· θυσία, προσφορά, σε Όμηρ., κ.λπ.