ἐπιποθία: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιποθία]], ἡ (Α) [[επιποθώ]]<br />[[επιθυμία]], [[λαχτάρα]] («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ).
|mltxt=[[ἐπιποθία]], ἡ (Α) [[επιποθώ]]<br />[[επιθυμία]], [[λαχτάρα]] («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιποθία:''' ἡ, = [[ἐπιπόθησις]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:10, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιποθία Medium diacritics: ἐπιποθία Low diacritics: επιποθία Capitals: ΕΠΙΠΟΘΙΑ
Transliteration A: epipothía Transliteration B: epipothia Transliteration C: epipothia Beta Code: e)pipoqi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἐπιπόθησις, Ep.Rom.15.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιποθία: ἡ, = ἐπιπόθησις, Ἐπιστ. π. Ρωμ: ιε΄, 23.

English (Strong)

from ἐπιποθέω; intense longing: great desire.

English (Thayer)

(WH ἐπιποθεία, see under the word εἰ, ἰ), ἐπιποθίας, ἡ, longing: ἅπαξ λεγόμενον. (On the passage cf. Buttmann, 294 (252).)

Greek Monolingual

ἐπιποθία, ἡ (Α) επιποθώ
επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ).

Greek Monotonic

ἐπιποθία: ἡ, = ἐπιπόθησις, σε Καινή Διαθήκη