λιβρός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιβρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ζοφερός]] (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή [[νύχτα]], ΕΜ<br />β. «ὀλὸς [[λιβρός]]» — μαύρο [[αίμα]], <b>Ανθ. Παλ.</b> γ. «λιβρὸν [[σέλας]]» — αμυδρό [[σέλας]], Τραγ. αδεσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. <i>λιβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίψ</i>, [[λιβός]]) του [[λείβω]] και συνδέεται με το λατ. <i>liveo</i> «[[είμαι]] [[ωχρός]], [[φαιός]]»].
|mltxt=[[λιβρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ζοφερός]] (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή [[νύχτα]], ΕΜ<br />β. «ὀλὸς [[λιβρός]]» — μαύρο [[αίμα]], <b>Ανθ. Παλ.</b> γ. «λιβρὸν [[σέλας]]» — αμυδρό [[σέλας]], Τραγ. αδεσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. <i>λιβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίψ</i>, [[λιβός]]) του [[λείβω]] και συνδέεται με το λατ. <i>liveo</i> «[[είμαι]] [[ωχρός]], [[φαιός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λιβρός:''' -ά, -όν ([[λείβω]]), [[υγρός]], αυτός που στάζει απ' την [[υγρασία]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιβρός Medium diacritics: λιβρός Low diacritics: λιβρός Capitals: ΛΙΒΡΟΣ
Transliteration A: librós Transliteration B: libros Transliteration C: livros Beta Code: libro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = σκοτεινὸς καὶ μέλας, Hp. ap. Erot. (prob. referring to Aër.15 where διερῷ and θολερῷ codd. Hp., as epith. of ἠήρ) ; νύξ expld. as either dark or (cf. λιβάς) dewy night, EM564.49; λιβρὸν σέλας Trag.Adesp.232; ὀλὸς λ. either black or dripping blood, AP 15.25.1 (Besant.); cf. λιμβρός.

German (Pape)

[Seite 42] (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.

Greek (Liddell-Scott)

λιβρός: -ά, -όν, (λείβω) δίυγρος, στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. λιβηρός. ΙΙ. σκοτεινός, κατηφής, πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. λιμβρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 qui coule goutte à goutte, humide de rosée;
2 humide, froid, sombre.
Étymologie: λίβος.

Greek Monolingual

λιβρός, -ά, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή νύχτα, ΕΜ
β. «ὀλὸς λιβρός» — μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» — αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ- (πρβλ. λίψ, λιβός) του λείβω και συνδέεται με το λατ. liveo «είμαι ωχρός, φαιός»].

Greek Monotonic

λιβρός: -ά, -όν (λείβω), υγρός, αυτός που στάζει απ' την υγρασία, σε Ανθ.