σίδη: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και σίθδη και δωρ. τ. σίβδα και βοιωτ. τ. [[σίδα]] και [[σιδέα]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας μαλβίδες της τάξης [[μαλβώδη]], με 200 [[περίπου]] είδη που φύονται στην Αφρική, στην Αμερική και στην Αυστραλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ροδιά]], [[καθώς]] και ο [[καρπός]] του<br /><b>2.</b> ποώδες και υδροχαρές [[φυτό]], το οποίο ευδοκιμούσε στον Ορχομενό της Βοιωτίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], για δάνεια λ. Η [[άποψη]] αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> ονόματα [[φυτών]]) όσο και από τη μορφολογική της [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[ξίμβαι]]). Υπάρχει, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η λ. προέρχεται από τον τ. <i>sida</i> «[[κόκκινος]]» του προελλ. γλωσσ. υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]])].
|mltxt=η, ΝΑ, και σίθδη και δωρ. τ. σίβδα και βοιωτ. τ. [[σίδα]] και [[σιδέα]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας μαλβίδες της τάξης [[μαλβώδη]], με 200 [[περίπου]] είδη που φύονται στην Αφρική, στην Αμερική και στην Αυστραλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ροδιά]], [[καθώς]] και ο [[καρπός]] του<br /><b>2.</b> ποώδες και υδροχαρές [[φυτό]], το οποίο ευδοκιμούσε στον Ορχομενό της Βοιωτίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], για δάνεια λ. Η [[άποψη]] αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (<b>πρβλ.</b> ονόματα [[φυτών]]) όσο και από τη μορφολογική της [[ποικιλία]] (<b>πρβλ.</b> [[ξίμβαι]]). Υπάρχει, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η λ. προέρχεται από τον τ. <i>sida</i> «[[κόκκινος]]» του προελλ. γλωσσ. υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σίδη:''' ἡ, δέντρο [[ροδιά]], [[καρπός]] της [[ροδιάς]], ρόδι.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίδη Medium diacritics: σίδη Low diacritics: σίδη Capitals: ΣΙΔΗ
Transliteration A: sídē Transliteration B: sidē Transliteration C: sidi Beta Code: si/dh

English (LSJ)

ἡ,= ῥόα,

   A pomegranate tree and fruit, Emp.80, Hp.Nat.Mul. 32, Ulc.11: Boeot. σίδα for Att. ῥόα, Epaminond. ap. Agatharch.Fr. Hist.8 J.; σιδέα, IG14.352 i 54 (Halaesa, pl.); σίβδα, Call.Lav.Pall. 28.    II a water-plant growing near Orchomenos in Boeotia, = νυμφαία, Thphr.HP 4.10.1, Nic.Th.887. [ῑ in signf. 1, ib.72,870, etc.; but ῐ in signf. 1, Emp. l.c., and in signf. 11, Nic.Th.887; cf. σίδιον, σιδόεις.]

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, auch σίβδη, 1) Granate, Granatapfel, Baum u. Frucht, malum punicum, dor. = ῥόα, ῥοιά; Sp., wie Nic. Th. 72. 870 Al. 489. 622 [ι]. – 2) eine böotische Wasserpflanze, bes. um Orchomenos, vielleicht nymphaea alba; Theophr.; Nic. Th. 887; Ath. XIV, 651. – [Ι kurz, wie in allen Ableitungen auch von σίδη 1.]

Greek (Liddell-Scott)

σίδη: ἡ, = ῥόα, δένδρον καὶ καρπὸς ῥοιᾶς, ἡ «ῥοδιὰ» καὶ τὸ «ῥῷδι» ἢ «ῥόϊδο», Ἐμπεδ. 287, Ἱππ., Νικ. (ἴδε κατωτ.)· σιδέα ἔν τινι Σικελ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5594)· σίβδα παρὰ Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 28. ΙΙ. ἔνυδρόν τι φυτὸν παρὰ τὸν Ὀρχομενὸν ἐν Βοιωτίᾳ, ἴσως τὸ Λατ. Nympheae alba, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1, κτλ. [ῑ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 72, 870, κτλ., καὶ οὕτως ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε σίδιον· ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, αὐτόθι 887]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Θεόφραστος (4, 11) φυτὸν ἕτερον τῆς ῥοιᾶς φησιν εἶναι τὴν σίδην, φύεσθαι δὲ ἐν τῷ Νείλῳ».

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 grenadier et grenade (dor. p. ῥοιά);
2 p. ext. pelure de grenade.
Étymologie: DELG emprunt.
2ης (ἡ) :
plante aquatique des environs d’Orchomène, nénuphar blanc.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σίθδη και δωρ. τ. σίβδα και βοιωτ. τ. σίδα και σιδέα, Α
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μαλβίδες της τάξης μαλβώδη, με 200 περίπου είδη που φύονται στην Αφρική, στην Αμερική και στην Αυστραλία
αρχ.
1. το φυτό ροδιά, καθώς και ο καρπός του
2. ποώδες και υδροχαρές φυτό, το οποίο ευδοκιμούσε στον Ορχομενό της Βοιωτίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για δάνεια λ. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (πρβλ. ονόματα φυτών) όσο και από τη μορφολογική της ποικιλία (πρβλ. ξίμβαι). Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι η λ. προέρχεται από τον τ. sida «κόκκινος» του προελλ. γλωσσ. υποστρώματος (πρβλ. σίδηρος)].

Greek Monotonic

σίδη: ἡ, δέντρο ροδιά, καρπός της ροδιάς, ρόδι.