ἀπόξυρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόξυρος]], -ον (Α)<br />[[απότομος]], [[τραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]], [[είδος]] μαχαιριού»].
|mltxt=[[ἀπόξυρος]], -ον (Α)<br />[[απότομος]], [[τραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]], [[είδος]] μαχαιριού»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόξῠρος:''' -ον ([[ξυρόν]]), [[απότομος]], [[τραχύς]], [[απόκρημνος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόξῠρος Medium diacritics: ἀπόξυρος Low diacritics: απόξυρος Capitals: ΑΠΟΞΥΡΟΣ
Transliteration A: apóxyros Transliteration B: apoxyros Transliteration C: apoksyros Beta Code: a)po/curos

English (LSJ)

ον, (ξυρόν]

   A cut sharp off, abrupt, sheer, πέτραι Luc.Rh.Pr.7, Prom.1, cf. Peripl.M.Rubr.40.

German (Pape)

[Seite 317] abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόσβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόξῠρος: -ον, (ξυρὸν) ἀπότομος, τραχύς, πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. ἄποξυς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ras, nu.
Étymologie: ἀποξύρω.

Spanish (DGE)

-ον
abrupto, escarpado, cortado a pico (πέτρα) Luc.Rh.Pr.7
lleno de escollos βυθός Peripl.M.Rubri 40.

Greek Monolingual

ἀπόξυρος, -ον (Α)
απότομος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»].

Greek Monotonic

ἀπόξῠρος: -ον (ξυρόν), απότομος, τραχύς, απόκρημνος, σε Λουκ.