βαθύκολπος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[βαθύκολπος]], -ον)<br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> με [[φόρεμα]] που σχηματίζει βαθιές πτυχές<br /><b>2.</b> (για στήθη) πλούσια, μεγάλα<br /><b>3.</b> (για γη) που έχει μεγάλες κοιλάδες.
|mltxt=(Α [[βαθύκολπος]], -ον)<br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> με [[φόρεμα]] που σχηματίζει βαθιές πτυχές<br /><b>2.</b> (για στήθη) πλούσια, μεγάλα<br /><b>3.</b> (για γη) που έχει μεγάλες κοιλάδες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύκολπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ή [[φορά]] ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτή που έχει [[μεγάλα]] στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. [[βαθύστερνος]]).
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκολπος Medium diacritics: βαθύκολπος Low diacritics: βαθύκολπος Capitals: ΒΑΘΥΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: bathýkolpos Transliteration B: bathykolpos Transliteration C: vathykolpos Beta Code: baqu/kolpos

English (LSJ)

ον,

   A with dress falling in deep folds (cf. βαθύζωνος), epith. of Trojan women, Il.18.122,339,24.215; of Nymphs, h.Cer.5, Ven.257; Muses, Pi.P.1.12; παρθένος (of Aegina) Id.Pae.6.135: hence, with deep, full breasts, ἐκ β. στηθέων A.Th.864(lyr.): metaph. of the earth, deep-bosomed, Pi.P.9.101.    2 simply, very deep, χειή Nonn.D.12.327; with deep foundations, ib.40.534; set deep, ὀχῆα ib.21.94.    3 = ἀρχαία, παλαιά, κοίλη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 424] 1) tiefbusig, mit Gewändern, die tiefe Falten werfen, vgl. βαθύζωνος; bei Hom. nur von den Troischen Frauen, Iliad. 18, 122 Τρωιάδων καὶ Δαρδανίδων βαθυκόλπων, 18, 339 Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες βαθύκολποι, 24, 215 Τρωιάδων βαθυκόλπων; außerdem las Zenodot Iliad. 2, 484 μοῦσαι Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι statt μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ' ἔχουσαι; Scholl. Aristonic. zu der Stelle ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι. οὐδέποτε δὲ τὰς Ἑλληνίδας γυναῖκας βαθυκόλπους εἴρηκεν, ὥστε οὐδὲ τὰς Μούσας; vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 18, 339. 24, 215, Lehrs Aristarch. p. 119. Die Folgenden beachten den Homerischen Gebrauch nicht: Νύμφαι βαθύκολποι Hymn. Vener. 258; Μοῦσαι Pind. P. 1, 12 u. sp. D.; Aesch. στήθεα, vollbusig, Spt. 846, wie Einige auch die hom. Stellen erkl. – 2) γᾶ Pind. P. 9, 105, tiefe Busen, Thäler habend; so auch Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκολπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν ἱμάτιον σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. βαθύζωνος), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ στῆθος, ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ στῆθος (πρβλ. βαθύστερνος), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) ἁπλῶς, λίαν βαθύς, χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. βαθύζωνος;
2 aux seins profonds, càd robustes.
Étymologie: βαθύς, κόλπος.

English (Autenrieth)

deep-bosomed, i. e. with deep folds in the garment, above the girdle over which the folds fell; epith. of Trojan women. (Il.) (See cut.)

English (Slater)

βᾰθύκολπος, -ον
   1 with deep folds βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) ἀπὸ προθύρων βαθύκολπο̄ν ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (-κόλπων Maas) (Pae. 6.135) met., βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (P. 9.101)

Spanish (DGE)

(βᾰθύκολπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
I de mujeres y su figura de pronunciado regazo de las troyanas Il.18.122, 339, 24.215, νύμφαι h.Ven.257, cf. h.Cer.5, Pi.Fr.52f.135, Μοῖσαι Pi.P.1.12, Γᾶ Pi.P.9.101, cf. Nonn.D.40.534, 42.94, de Antígona e Ismene ἐκ βαθυκόλπων στηθέων A.Th.864, cf. Lycophonid.1.2, de una novia AP 7.446 (Hegesipp.).
II no ref. a mujeres
1 que se hunde profundamente κενεὼν θαλάσσης Nonn.D.45.210, πηγή Nonn.D.21.94, Par.Eu.Io.6, de la madriguera de una serpiente, Nonn.D.12.327, ῥωγμός Nonn.D.37.397
hincado en lo hondo ὀχεύς ref. al pilar que, sacudido por Posidón, produce terremotos, Nonn.D.21.94
quizá ref. a la tierra en la glos. β.· ἀρχαία παλαιά. κοίλη Hsch.
2 de ropas de amplios pliegues ἐανόν Colluth.154, χιτών Nonn.D.15.254, cf. Sch.A.Th.864g.

Greek Monolingual

βαθύκολπος, -ον)
(για γυναίκα)
1. με φόρεμα που σχηματίζει βαθιές πτυχές
2. (για στήθη) πλούσια, μεγάλα
3. (για γη) που έχει μεγάλες κοιλάδες.

Greek Monotonic

βᾰθύκολπος: -ον, I. αυτός που έχει ή φορά ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. βαθύζωνος), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτή που έχει μεγάλα στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. βαθύστερνος).