γαλῆ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γαλῆ]], Α και [[γαλέη]])<br />η [[γάτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[ονομασία]] διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, [[νυφίτσα]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «γαλῇ [[χιτώνιον]] κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα<br />β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά<br />II. [[είδος]] μικρού ψαριού<br />III. «γαλῆς [[αἷμα]]» — το [[φυτό]] άσπληνον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] -<i>έη</i> του ασυναίρετου τ. [[γαλέη]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η λ. δήλωνε αρχικά το [[δέρμα]] του ζώου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλωπεκέη</i> <b>κ.λπ.</b>). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. <i>gl</i><i>ī</i><i>s</i> «[[μυωξός]]», αρχ. ινδ. <i>giri</i>-, <i>girik</i><i>ā</i>- «[[ποντικός]]». Το λατ. <i>galea</i> «[[περικεφαλαία]], [[κράνος]]» [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κυνέη]] «[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] σκύλου»). Από το [[γαλέη]] προήλθε και το ιταλ. <i>galea</i> «[[γαλέρα]]», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[γαλῆ]] έχει αντικατασταθεί από τη λ. [[γάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γαλεώτης]], [[γαλιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γαλεάγρα]], [[γαλεόβδολο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαληόψις]]].
|mltxt=η (AM [[γαλῆ]], Α και [[γαλέη]])<br />η [[γάτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[ονομασία]] διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, [[νυφίτσα]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «γαλῇ [[χιτώνιον]] κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα<br />β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά<br />II. [[είδος]] μικρού ψαριού<br />III. «γαλῆς [[αἷμα]]» — το [[φυτό]] άσπληνον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] -<i>έη</i> του ασυναίρετου τ. [[γαλέη]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η λ. δήλωνε αρχικά το [[δέρμα]] του ζώου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλωπεκέη</i> <b>κ.λπ.</b>). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. <i>gl</i><i>ī</i><i>s</i> «[[μυωξός]]», αρχ. ινδ. <i>giri</i>-, <i>girik</i><i>ā</i>- «[[ποντικός]]». Το λατ. <i>galea</i> «[[περικεφαλαία]], [[κράνος]]» [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κυνέη]] «[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] σκύλου»). Από το [[γαλέη]] προήλθε και το ιταλ. <i>galea</i> «[[γαλέρα]]», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[γαλῆ]] έχει αντικατασταθεί από τη λ. [[γάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γαλεώτης]], [[γαλιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γαλεάγρα]], [[γαλεόβδολο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαληόψις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαλῆ:''' ἡ, συνηρ. αντί [[γαλέη]].
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλῆ Medium diacritics: γαλῆ Low diacritics: γαλή Capitals: ΓΑΛΗ
Transliteration A: galē̂ Transliteration B: galē Transliteration C: gali Beta Code: galh=

English (LSJ)

ἡ, contr. for γαλέη (q. v.).

German (Pape)

[Seite 471] contrah. aus γαλέη, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῆ: ἡ, συνῃρ. τοῦ γαλέη, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. γαλέη.

Spanish (DGE)

v. γαλέη.

Greek Monolingual

η (AM γαλῆ, Α και γαλέη)
η γάτα
αρχ.
Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ.
2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα
β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά
II. είδος μικρού ψαριού
III. «γαλῆς αἷμα» — το φυτό άσπληνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα -έη του ασυναίρετου τ. γαλέη οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. δήλωνε αρχικά το δέρμα του ζώου (πρβλ. αλωπεκέη κ.λπ.). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. glīs «μυωξός», αρχ. ινδ. giri-, girikā- «ποντικός». Το λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος» είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα σημασία (πρβλ. κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα σκύλου»). Από το γαλέη προήλθε και το ιταλ. galea «γαλέρα», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. γαλῆ έχει αντικατασταθεί από τη λ. γάτα.
ΠΑΡ. αρχ. γαλεώτης, γαλιδεύς.
ΣΥΝΘ. γαλεάγρα, γαλεόβδολο(ν)
αρχ.
γαληόψις].

Greek Monotonic

γαλῆ: ἡ, συνηρ. αντί γαλέη.