βραχύνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύνω Medium diacritics: βραχύνω Low diacritics: βραχύνω Capitals: ΒΡΑΧΥΝΩ
Transliteration A: brachýnō Transliteration B: brachynō Transliteration C: vrachyno Beta Code: braxu/nw

English (LSJ)

   A abridge, shorten, i. e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.

German (Pape)

[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.

French (Bailly abrégé)

f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.

Spanish (DGE)

I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.

Greek Monolingual

(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.

Greek Monotonic

βρᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, συντομεύω, μικραίνω, περικόπτω, μεταχειρίζομαι κάτι ως βραχύ, συλλαβήν, χρησιμοποιώ ως βραχεία συλλαβή, σε Πλούτ.