βραβεύς: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βραβεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει τα [[βραβεία]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>3.</b> [[ηγέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική [[σημασία]] της λ. θεωρηθεί η «[[κριτής]], [[διαιτητής]] (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», [[τότε]] το [[βραβεύς]] θα [[πρέπει]] να αποτελεί προελληνικό [[στοιχείο]]. Δεν έχουν αποδώσει οι προσπάθειες ινδοευρ. ετυμολόγησης της λ., ενώ έχει θεωρηθεί [[επίσης]] ως [[δάνειο]] <span style="color: red;"><</span> <b>(περσ.)</b> <i>mrava</i>- «αυτός που λέει το σωστό» (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>mrav</i> (<i>i</i>) «μιλάω», αρχ. ινδ. <i>brav</i><i>ī</i><i>ti</i> «μιλάω»)]. | |mltxt=[[βραβεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που απονέμει τα [[βραβεία]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>3.</b> [[ηγέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική [[σημασία]] της λ. θεωρηθεί η «[[κριτής]], [[διαιτητής]] (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», [[τότε]] το [[βραβεύς]] θα [[πρέπει]] να αποτελεί προελληνικό [[στοιχείο]]. Δεν έχουν αποδώσει οι προσπάθειες ινδοευρ. ετυμολόγησης της λ., ενώ έχει θεωρηθεί [[επίσης]] ως [[δάνειο]] <span style="color: red;"><</span> <b>(περσ.)</b> <i>mrava</i>- «αυτός που λέει το σωστό» (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>mrav</i> (<i>i</i>) «μιλάω», αρχ. ινδ. <i>brav</i><i>ī</i><i>ti</i> «μιλάω»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βρᾰβεύς:''' -έως, ὁ, αιτ. ενικ. <i>βραβῆ</i>, Αττ. πληθ. <i>βραβῆς</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δικαστής]], [[κριτής]] που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. [[arbiter]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαιτητής]], [[κριτής]], σε Ευρ.· αργότερα, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]], σε Αισχύλ.· [[συγγραφέας]], σε Ευρ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ, Att. pl. βραβῆς: acc. sg. βραβῆ (v. infr.):—
A judge at the games, S.El.690,709, Pl.Lg. 949a: generally, judge, arbitrator, umpire, δίκης E.Or.1650; λόγου Id.Med.274, etc.; Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ Epigr. ap. D.18.289. 2 generally, chief, leader, μυρίας ἵππου β. A.Pers.302; φιλόμαχοι β. Id.Ag.230 (lyr.); author, μόχθων τῶν ἐν Ἰλίῳ, of Helen, E.Hel.703.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der Anordner der Kampfspiele, Kampfrichter, Soph. El. 690; ἄθλων ἐπιστάται καὶ βρ. Plat. Legg. XII, 949 a; übh. Richter, δίκης Eur. Or. 1650; λόγου Med. 274. Bei Aesch. Anführer, ἵππου Pers. 294; Ag. 222; μόχθων, Urheber, Eur. Hel. 703.
Greek (Liddell-Scott)
βραβεύς: έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· καθόλου, κριτής, διαιτητής δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) καθόλου, ἀρχηγός, ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ αὐτουργός, μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 juge d’un combat, arbitre;
2 juge, arbitre en gén.
3 p. ext. qui dirige, conducteur, chef (d’une troupe).
Étymologie: DELG emprunt à une langue indigène -- Babiniotis cf. perse *mrava « celui qui dit ce qui est vrai, juste », skr. braviti « parler ».
Spanish (DGE)
(βρᾰβεύς) -έως, ὁ
• Morfología: [ac. βραβῆ Epigr.Adesp.FGE 1579; plu. nom. βραβῆς A.A.230, S.El.690, 709]
I 1jefe, soberano, mandatario μυρίας ἵππου β. A.Pers.302, φιλόμαχοι βραβῆς A.l.c., cf. Hsch.
2 responsable μόχθων τῶν ἐν Ἰλίῳ de Helena, E.Hel.703, ἐγὼ β. λόγου τοῦδ' εἰμί yo soy el responsable de esta decisión E.Med.274.
II del certamen árbitro, juez S.ll.cc., γυμνικῶν ... ἄθλων ... βραβεῖς Pl.Lg.949a
•fig. en rel. c. otras actividades β. δίκης E.Or.1650, τοῦ φόνου E.Or.1065, Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ Epigr.Adesp.l.c. • DMic.: mo-ro-qa.
• Etimología: Gener. se admite que se trata de un término prehelénico pero quizá prést. del persa *mrava, cf. avést. mrav(i) ‘hablar’, ai. braviti c. la fonética pelásgica. Otra hipótesis lo rel. c. *gu̯eru- ‘vara’, cf. avést. grava ‘bastón’, gót. gaíru ‘espina’ c. red.
Greek Monolingual
βραβεύς, ο (Α)
1. αυτός που απονέμει τα βραβεία
2. κριτής, διαιτητής
3. ηγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική σημασία της λ. θεωρηθεί η «κριτής, διαιτητής (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», τότε το βραβεύς θα πρέπει να αποτελεί προελληνικό στοιχείο. Δεν έχουν αποδώσει οι προσπάθειες ινδοευρ. ετυμολόγησης της λ., ενώ έχει θεωρηθεί επίσης ως δάνειο < (περσ.) mrava- «αυτός που λέει το σωστό» (πρβλ. αβεστ. mrav (i) «μιλάω», αρχ. ινδ. bravīti «μιλάω»)].
Greek Monotonic
βρᾰβεύς: -έως, ὁ, αιτ. ενικ. βραβῆ, Αττ. πληθ. βραβῆς,
1. δικαστής, κριτής που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. arbiter, σε Σοφ., Πλάτ.
2. γενικά, διαιτητής, κριτής, σε Ευρ.· αργότερα, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Αισχύλ.· συγγραφέας, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).