διαμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(big3_11)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(διαμηχᾰνάομαι) <b class="num">1</b> c. dif. complet. [[esforzarse por]], [[intentar por todos los medios que]] c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.<i>Smp</i>.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.<i>Cat.Mi</i>.19, cf. <i>Ant</i>.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.<i>Ep</i>.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.<i>Eq</i>.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.<i>Lg</i>.746c, cf. <i>Smp</i>.213c, Lib.<i>Ep</i>.92.<br /><b class="num">2</b> c. compl. en ac. [[idear]], [[inventar]] τοῦτο Plu.<i>Cat.Mi</i>.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως <i>Hom.Clem</i>.19.20.<br /><b class="num">3</b> [[emplear]], [[utilizar]] en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.<i>Trag</i>.23.
|dgtxt=(διαμηχᾰνάομαι) <b class="num">1</b> c. dif. complet. [[esforzarse por]], [[intentar por todos los medios que]] c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.<i>Smp</i>.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.<i>Cat.Mi</i>.19, cf. <i>Ant</i>.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.<i>Ep</i>.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.<i>Eq</i>.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.<i>Lg</i>.746c, cf. <i>Smp</i>.213c, Lib.<i>Ep</i>.92.<br /><b class="num">2</b> c. compl. en ac. [[idear]], [[inventar]] τοῦτο Plu.<i>Cat.Mi</i>.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως <i>Hom.Clem</i>.19.20.<br /><b class="num">3</b> [[emplear]], [[utilizar]] en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.<i>Trag</i>.23.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[επινοώ]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμηχᾰνάομαι Medium diacritics: διαμηχανάομαι Low diacritics: διαμηχανάομαι Capitals: ΔΙΑΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamēchanáomai Transliteration B: diamēchanaomai Transliteration C: diamichanaomai Beta Code: diamhxana/omai

English (LSJ)

   A bring about, contrive, δ. ὅπως . . Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp.179d.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.

Spanish (DGE)

(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.

Greek Monotonic

διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.