ἐπαναπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(13)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπαναπαύω]] και [[ἐπαναπαύομαι]])<br /><b>μέσ.</b> βασίζομαι, [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφησυχάζω]], απαλλάσσομαι από [[κάθε]] [[μέριμνα]] ή [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> το [[ρίχνω]] έξω ([[επειδή]] στηρίζομαι σε άλλους)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[περνώ]] με [[μακαριότητα]] τη [[μετά]] θάνατο ζωή<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> <b>μέσ.</b> βασίζομαι, στηρίζομαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[ξενοιάζω]], [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μένω]] ικανοποιημένος, αρκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (ειδ. για [[μηχανή]]) [[σταματώ]], [[κάνω]] [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[παραμένω]], [[διαμένω]].
|mltxt=(AM [[ἐπαναπαύω]] και [[ἐπαναπαύομαι]])<br /><b>μέσ.</b> βασίζομαι, [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφησυχάζω]], απαλλάσσομαι από [[κάθε]] [[μέριμνα]] ή [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> το [[ρίχνω]] έξω ([[επειδή]] στηρίζομαι σε άλλους)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[περνώ]] με [[μακαριότητα]] τη [[μετά]] θάνατο ζωή<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> <b>μέσ.</b> βασίζομαι, στηρίζομαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[ξενοιάζω]], [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μένω]] ικανοποιημένος, αρκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (ειδ. για [[μηχανή]]) [[σταματώ]], [[κάνω]] [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[παραμένω]], [[διαμένω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαναπαύομαι:''' Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε [[κάτι]], στηρίζομαι πάνω του, <i>τινι</i> και [[ἐπί]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 900] auf Etwas ausruhen, ruhen, τινί, Hdn. 2, 1, 2 u. a. Sp., bes. N. T.

English (Strong)

middle voice from ἐπί and ἀναπαύω; to settle on; literally (remain) or figuratively (rely): rest in (upon).

Greek Monolingual

(AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι)
μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)
νεοελλ.
1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία
2. το ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους)
μσν.
ενεργ.
1. ανακουφίζω κάποιον
2. μέσ. περνώ με μακαριότητα τη μετά θάνατο ζωή
3. (λογ.) μέσ. βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάτι
4. μέσ. ξενοιάζω, ησυχάζω
αρχ.
1. ακουμπώ, στηρίζω κάπου
2. μέσ. μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
3. (ειδ. για μηχανή) σταματώ, κάνω στάση
4. παραμένω, διαμένω.

Greek Monotonic

ἐπαναπαύομαι: Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε κάτι, στηρίζομαι πάνω του, τινι και ἐπί τινα, σε Καινή Διαθήκη