ἐπεισπλέω: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεισπλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] στο [[λιμάνι]] ενός τόπου [[μετά]] από άλλον («[[ἐπειδή]] δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισπλέω]] [[κάπου]] [[εναντίον]] άλλου. | |mltxt=[[ἐπεισπλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] στο [[λιμάνι]] ενός τόπου [[μετά]] από άλλον («[[ἐπειδή]] δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισπλέω]] [[κάπου]] [[εναντίον]] άλλου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεισπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[εισπλέω]] μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων . . ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37. II sail against, attack, Th.4.13.
German (Pape)
[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.
Greek Monolingual
ἐπεισπλέω (Α)
1. μπαίνω στο λιμάνι ενός τόπου μετά από άλλον («ἐπειδή δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», Θουκ.)
2. εισπλέω κάπου εναντίον άλλου.
Greek Monotonic
ἐπεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι,
I. εισπλέω μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.
II. πλέω εναντίον κάποιου, προσβάλλω, επιτίθεμαι, σε Θουκ.