ἐπιχωρέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’avancer vers ; <i>avec idée d’hostilité</i> marcher sur, s’avancer contre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se retirer devant, céder la place à : τινι à qqn ; concéder : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινί [[τι]] [[πρός]] [[τι]] accorder qch à qqn en vue de qch ; <i>avec un seul acc.</i> ἁμαρτήματα PLUT pardonner des fautes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χωρέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’avancer vers ; <i>avec idée d’hostilité</i> marcher sur, s’avancer contre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se retirer devant, céder la place à : τινι à qqn ; concéder : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινί [[τι]] [[πρός]] [[τι]] accorder qch à qqn en vue de qch ; <i>avec un seul acc.</i> ἁμαρτήματα PLUT pardonner des fautes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χωρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποχωρώ]], [[υποκύπτω]], [[ενδίδω]], <i>τινί</i>, σε κάποιον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[συγχωρώ]], [[παραβλέπω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[έρχομαι]] προς το [[μέρος]], [[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου, [[γίνομαι]] [[σύμμαχος]], [[συμπράττω]], Λατ. accedere alicui, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> κινούμαι [[εναντίον]] του εχθρού, [[αντιστέκομαι]] στον εχθρό, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχωρέω Medium diacritics: ἐπιχωρέω Low diacritics: επιχωρέω Capitals: ΕΠΙΧΩΡΕΩ
Transliteration A: epichōréō Transliteration B: epichōreō Transliteration C: epichoreo Beta Code: e)pixwre/w

English (LSJ)

   A yield, give way, τοῖς ἀπιστοῦσι S.Ant.219, cf. Plb.4.17.8 ; ἐ. τινὶ πρός τι, of things, permit one to do.., Plu.Dem.2 ; ἐ. τῷ ἐπιγράμματι to be in accordance with.., Arist.Mir.844a1 ; ἐπί τινος ἐπιχωρεῖ πᾶς καιρός any time will suit, Ruf. ap. Orib.8.24.59.    2 ἐ. τινί τι surrender, concede, τινὶ ἀρούρας PStrassb.114.1, cf. Arr.An.1.27.5, Plu.2.422a : c.inf., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι IG22.1012.24 : abs., give one's consent, SIG546B3 (iii B.C.), BCH6.26(Delos, ii B.C.).    3 forgive, [ἁμαρτήματα] Plu.Alex.45, cf. 2.482a.    II come towards, join one as an ally, Th.4.107 ; πρός τινα X.HG2.4.34.    2 to go against, attack, Id.An.1.2.17.    3 follow after, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αὐτὸς ἐπιχωρεῖ Paus.9.39.11.    4 take possession of an in heritance, Leg.Gort.11.6.

German (Pape)

[Seite 1005] 1) hinzu-, hinangehen, kommen, πρός τινα, Xen. Hell. 2, 4, 34; feindlich angreifen, An. 1, 2, 17; beitreten, Thuc. 4, 107. – 2) Einem nachgeben, nachsehen, gestatten, τινί τι, Soph. Ant. 219; absolut, Pol. 4, 17, 8; ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ Plut. Alex. 45, öfter, wie Arr. An. 1, 27, 5; τινί τι πρός τι, Dem. 2. Vgl. συγχωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχωρέω: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, τοῖς ἀπιστοῦσι Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. Πολύβ. 4. 17, 8· ὡσαύτως, συμφωνῶ τινι, τούτῳ τῷ ἐπιγράμματι ἐπεχώρησε καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος Ἔρυθος καλούμενος Ἀριστ. π. Θαυμ. 133, 4. 2) ἐπ. τινί τι, παραχωρεῖν τι εἴς τινα, Ἀρρ. Ἀν. 1. 27, 5, Πλούτ. 2. 422Α· μετ᾿ ἀπαρ., ἐπικεχώρηταί τινι ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 24. 3) συγχωρῶ, ἁμαρτήματα Πλουτ. Ἀλεξ. 45, πρβλ. 2. 482Α· πρβλ. συγχωρέω. ΙΙ. προσέρχομαι εἴς τινα, γίνομαι σύμμαχος, Λατ. accedere alicui, Θουκ. 4. 107· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34. 2) χωρῶ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι τὴν φάλαγγα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 2, 17. 3) ἀκολουθῶ, ὑπάγω κατόπιν, προεμβάλλει τοὺς πόδας, καὶ αυτὸς ἐπιχωρεῖ Παυσ. 9. 39, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’avancer vers ; avec idée d’hostilité marcher sur, s’avancer contre;
2 fig. se retirer devant, céder la place à : τινι à qqn ; concéder : τινί τι qch à qqn ; τινί τι πρός τι accorder qch à qqn en vue de qch ; avec un seul acc. ἁμαρτήματα PLUT pardonner des fautes.
Étymologie: ἐπί, χωρέω.

Greek Monotonic

ἐπιχωρέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. υποχωρώ, υποκύπτω, ενδίδω, τινί, σε κάποιον, σε Σοφ.
2. συγχωρώ, παραβλέπω, σε Πλούτ.
II. έρχομαι προς το μέρος, παίρνω το μέρος κάποιου, γίνομαι σύμμαχος, συμπράττω, Λατ. accedere alicui, σε Θουκ., Ξεν.
III. κινούμαι εναντίον του εχθρού, αντιστέκομαι στον εχθρό, στον ίδ.