εὐφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(15)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφυΐα]]) [[ευφυής]]<br />(για τη διανοητική [[κατάσταση]]) [[οξύνοια]], [[εξυπνάδα]], [[νοημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή [[φυσική]] [[ανάπτυξη]], καλή [[διαμόρφωση]] («[[φιλία]] τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη διανοητική και την [[ηθική]] [[κατάσταση]] [[μαζί]]) η [[εξυπνάδα]] και η καλή [[διάθεση]] («[[εὐφυΐα]] [[τάχος]] μαθήσεως, [[γέννησις]] φύσεως ἀγαθή<br />[[ἀρετὴ]] ἐν φύσει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]]<br />β) [[καταλληλότητα]], στρατηγική [[θέση]] («ἡ τῶν τόπων [[εὐφυΐα]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφυΐα]]) [[ευφυής]]<br />(για τη διανοητική [[κατάσταση]]) [[οξύνοια]], [[εξυπνάδα]], [[νοημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή [[φυσική]] [[ανάπτυξη]], καλή [[διαμόρφωση]] («[[φιλία]] τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη διανοητική και την [[ηθική]] [[κατάσταση]] [[μαζί]]) η [[εξυπνάδα]] και η καλή [[διάθεση]] («[[εὐφυΐα]] [[τάχος]] μαθήσεως, [[γέννησις]] φύσεως ἀγαθή<br />[[ἀρετὴ]] ἐν φύσει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]]<br />β) [[καταλληλότητα]], στρατηγική [[θέση]] («ἡ τῶν τόπων [[εὐφυΐα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφυΐα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[φυσική]] [[κατάσταση]], [[καλή]] [[φυσική]] [[ανάπτυξη]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυσικά]] προτερήματα, [[εξυπνάδα]], μεγαλοφυΐα· και με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καλοσύνη]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῠΐα Medium diacritics: εὐφυΐα Low diacritics: ευφυΐα Capitals: ΕΥΦΥΪΑ
Transliteration A: euphyḯa Transliteration B: euphuia Transliteration C: effyia Beta Code: eu)fui/+a

English (LSJ)

ἡ,

   A natural goodness of growth or shape, shapeliness, δακτύλων Hp. Off.4, cf. Art.82; εὐ. καὶ ὥρα Plu. Sol.1; ἡ τῶν ζῴων εὐ. Porph. Abst.3.24.    II good natural parts, and morally, goodness of disposition, freq. in both senses at once, Arist. EN1114b12, Rh.1362b24, etc.; defined as τάχος μαθήσεως, Pl.Def.413d.    2 of places, fertility, favourable situation, etc., εὐ. πρός τι Thphr. CP1.2.3; ἡ τῶν τόπων εὐ. Plb.2.68.5.—εὐφύεια is cited from Alex.317, and is found in Pap., as Anon. in Tht.4.43,al.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 heureuse croissance ; bonne nature, bonne qualité;
2 au mor. bon naturel, heureuses dispositions, talent.
Étymologie: εὐφυής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφυΐα) ευφυής
(για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη
αρχ.
1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωσηφιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.)
2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση μαζί) η εξυπνάδα και η καλή διάθεσηεὐφυΐα τάχος μαθήσεως, γέννησις φύσεως ἀγαθή
ἀρετὴ ἐν φύσει», Πλάτ.)
3. (για τόπο) α) ευφορία, γονιμότητα
β) καταλληλότητα, στρατηγική θέση («ἡ τῶν τόπων εὐφυΐα», Πολ.).

Greek Monotonic

εὐφυΐα: ἡ,
I. καλή φυσική κατάσταση, καλή φυσική ανάπτυξη, σε Πλούτ.
II. φυσικά προτερήματα, εξυπνάδα, μεγαλοφυΐα· και με ηθική σημασία, καλοσύνη, σε Αριστ.